ΕΝΟΤΗΤΑ 16η
«Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ
ΣΤΗΝ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ»
Μετάφραση
Ο
πολίτης δεν είναι πολίτης γιατί είναι εγκαταστημένος σε έναν συγκεκριμένο τόπο
(γιατί και οι μέτοικοι και οι δούλοι μοιράζονται έναν κοινό τόπο) ούτε πάλι
είναι πολίτες αυτοί που έχουν μόνο το δικαίωμα να εμφανίζονται στα δικαστήρια
και ως εναγόμενοι και ως ενάγοντες (γιατί αυτό υπάρχει και σ’ αυτούς που έχουν
το δικαίωμα αυτό χάρη σε ειδικές συμφωνίες)· ...Με το πιο αυστηρό νόημα της
λέξης τίποτε άλλο δεν ορίζει τόσο τον πολίτη όσο η συμμετοχή στις δικαστικές
λειτουργίες και στα αξιώματα. ...Από όλα αυτά γίνεται λοιπόν φανερό τι είναι ο
πολίτης· αυτός δηλαδή που έχει τη δυνατότητα να μετέχει στην πολιτική και
δικαστική εξουσία λέμε πια ότι είναι πολίτης της συγκεκριμένης πόλης, ενώ πόλη είναι, για να το πούμε με τον πιο
γενικό τρόπο, το σύνολο τέτοιων ατόμων, αρκετό ώστε να εξασφαλίζεται η
αυτάρκεια στη ζωή τους.
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ
Ο
Αριστοτέλης διερευνά την έννοια του «πολίτη» με τη χρήση του σχήματος «άρσης - θέσης». Έτσι, πρώτα θα μας
δώσει τα στοιχεία εκείνα που δεν αποδεικνύουν ότι κάποιος είναι πολίτης και στη
συνέχεια θα παρουσιάσει το επαρκές στοιχείο για τον προσδιορισμό του.
Τα
στοιχεία, λοιπόν, που δεν είναι ικανοποιητικά για τον χαρακτηρισμό κάποιου
ως πολίτη είναι:
α)
Ο τόπος κατοικίας και διαβίωσης(«οὐ τῷ οἰκεῖν που
πολίτης ἐστίν»): δεν μπορεί να
χαρακτηριστεί κάποιος πολίτης ανάλογα με το πού κατοικεί, γιατί στον ίδιο τόπο μπορούσαν
να κατοικούν και μέτοικοι και δούλοι, οι οποίοι όμως δεν είχαν πολιτικά
δικαιώματα και συνεπώς δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολίτες.
Σημείωση: Οι μέτοικοι ήταν ξένοι που
είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα πλήρωναν ετησίως έναν φόρο, το «μετοίκιον».
Δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στη διοίκηση
του κράτους, ούτε να έχουν στην κατοχή τους κτήματα. Ασχολούνταν με το
εμπόριο και τη βιοτεχνία και στήριζαν την οικονομία της Αθήνας. Οι
Αθηναίοι τους χρησιμοποιούσαν στον στρατό και στον στόλο. Κάθε μέτοικος
ήταν υποχρεωμένος να ορίσει έναν γνήσιο Αθηναίο πολίτη ως εγγυητή ή
προστάτη του, ο οποίος συναλλασσόταν για λογαριασμό του με το κράτος και
εγγυόταν για τη διαγωγή του. Για τις υπηρεσίες του προς το κράτος ο
μέτοικος μπορούσε να γίνει «ισοτελής», δηλαδή ίσος με τους γνήσιους
Αθηναίους πολίτες σε ό,τι αφορούσε τους φόρους, σπάνια όμως μπορούσε να
γίνει πολίτης και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να αναλάβει δημόσια
αξιώματα. Οι δούλοι θεωρούνταν μορφή ιδιοκτησίας («res») και, φυσικά, δεν
είχαν πολιτικά δικαιώματα.
β)
Το δικαίωμα εμφάνισης κάποιου στο
δικαστήριο με την ιδιότητα του ενάγοντος ή του εναγόμενου («οὐδ’ οἱ τῶν δικαίων μετέχοντες … καὶ δικάζεσθαι»): δεν μπορεί να θεωρηθεί κάποιος
πολίτης, μόνο επειδή έχει το δικαίωμα να εμφανίζεται στο δικαστήριο ως ενάγων ή
ως εναγόμενος. Κι αυτό, γιατί με βάση τις συμφωνίες που έχουν συνάψει ορισμένες
πόλεις σχετικά με τις διαφορές στις μεταξύ τους ανταλλαγές - κυρίως εμπορικές
-, μπορεί ο πολίτης μιας ξένης πόλης να παρουσιαστεί στα δικαστήρια της πόλης
διεκδικώντας την απονομή δικαιοσύνης.
Δεν
έπρεπε να ορίζονται πολίτες τα παιδιά
και όσοι νέοι δεν είχαν ακόμη εγγραφεί
στα μητρώα των πολιτών, όσοι γέροντες
δεν εκπλήρωναν πια τα πολιτικά τους δικαιώματα και τέλος, όσοι με δικαστική
απόφαση είχαν χάσει τα δικαιώματα του πολίτη, καθώς και οι εξόριστοι.
Τα επαρκή κριτήρια του ορισμού του
πολίτη
α)
πολίτης
είναι μόνο αυτός που μετέχει στις δικαστικές λειτουργίες και στα όργανα,
τα οποία λαμβάνουν πολιτικές αποφάσεις
β)
πολίτης
είναι όποιος μετέχει σε μια διττή
εξουσία: στην εξουσία να δικάζει και στην
εξουσία να αποφασίζει με την ψήφο του - ως μέλος της βουλής και ως μέλος της εκκλησίας του δήμου, να
συμμετέχει δηλαδή στην πολιτική
εξουσία, αφενός στη διοίκηση του κράτους εκλέγοντας τους ηγέτες της πόλης του
και αφετέρου μετέχοντας στα όργανα που λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις και
νομοθετούν
Όποιος νομοθετεί, όποιος δικάζει και όποιος αποφασίζει σε θέματα πολιτικά, δηλαδή όποιος συμμετέχει άμεσα και ουσιαστικά στις διαδικασίες που επηρεάζουν την υπόστασή του ως ατόμου και κοινωνικού όντος, αυτός και μόνο θεωρείται πολίτης. (ΚΑΤΣΙΜΑΝΗΣ)
Ο νέος ορισμός της πόλης
σε σχέση με τον πολίτη
Η πόλη, επομένως,
είναι:
α) το σύνολο των πολιτών που έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική και δικαστική εξουσία
α) το σύνολο των πολιτών που έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην πολιτική και δικαστική εξουσία
β) το σύνολο των πολιτών που είναι αρκετοί στον αριθμό και ικανοί στην αξιοσύνη
και στην αρετή, για να εξασφαλίζουν
αυτάρκεια στην πόλη.
Με
δεδομένο ότι πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών, που διαθέτει εξουσίες, διατηρείται
ως ενιαία ολότητα που υπηρετεί τον τελικό της σκοπό, την ευδαιμονία, η οποία
όμως προϋποθέτει αυτάρκεια, γιατί η αυτάρκεια που επιτυγχάνεται στην πόλη, όταν
ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες ζωής, είναι συνώνυμη με την ευτυχία, το «εὖ ζῆν» . Οι
άνθρωποι, ως άτομα και σύνολα, επειδή είναι ελλιπή όντα, είναι δυνατόν να είναι
ευτυχείς, μόνο αν είναι σε θέση να έχουν επάρκεια, την οποία βρίσκουν μέσα στην
πόλη και από την πόλη. Η πολιτική κοινωνία ως πλήρης ύπαρξη, που δεν της λείπει
τίποτε και μπορεί να εγγυηθεί το «εὖ ζῆν», είναι αποτέλεσμα της συνειδητής πολιτικής
πράξης των πολιτών.
Ορισμοί της "πόλεως"
- Κοινότητα ανώτερη, επιδιώκει το ανώτερο αγαθό(11η).
- Κοινωνική οντότητα "τέλεια", αυτάρκης, εκ φύσεως, εξασφαλίζει το "εὖ ζῆν" (ευδαιμονία) (12η).
- Η πόλη προηγείται της οικογένειας, των ατόμων, είναι "όλον" (13η).
- Είναι πολιτική κοινωνία με συστατικό της τη δικαιοσύνη που εξασφαλίζει την τάξη και την ευρυθμία (14η).
- Είναι σύνολο πολιτών (15η).
- Σύνολο ικανοποιητικό (αριθμητικά) ενεργών πολιτών για την αυτάρκεια (16η).
Δημοσίευση σχολίου