Επιλεγμένα αποσπάσματα από το βιβλίο. |
3. Η οπτική του μέλλοντος
Ο
Σολωμός δεν ακροάσθηκε τα παρελθόντα για να εθελοτυφλήσει στα μέλλοντα.
Όσο η εννόηση των περασμένων ήταν βαθειά και αλάθευτη τόσο η θέαση των
μελλούμενων σίγουρη και διεισδυτική. Η ακουστική του παρελθόντος σαν
αίσιος χρησμός και η οπτική του μέλλοντος σαν απαίσιος οιωνός
εσχημάτισαν στη διασταύρωση του παρόντος την αισθητική της συντριβής.
Έτσι εξήλθε ο ποιητικός του λόγος βατταρικός και κομματώδης. Εν τούτοις η
σκοτεινή γλώσσα της Πυθίας ήταν εκείνη που θεράπευε την απολλώνεια
καθαρότητα. Στην οπτική του μέλλοντος εξάνοιξε το Σολωμό μια
κοσμοθεωρία, για το σχημάτισμα
της οποίας συνεργάστηκαν δύο μεγάλα γεγονότα του καιρού του, η ελληνική
επανάσταση και ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός. Η πράξη το ένα και η θεωρία το
άλλο συντονισμένα στο επίπεδο μιάς ετερόκλητης σχέσης συνάρμοσαν την
προοπτική ενός μέλλοντος ιδιαίτερα ευνοϊκού στην καλλιέργεια της
μελαγχολίας του.
Ο
Σολωμός στην ελληνική επανάσταση είδε πολλά. Ένα ακέραιο σύστημα από
δυνάμεις, αιτίες και νόμους με χροιά εθνική, ηθική και θρησκευτική. Εν
τούτοις αυτή η πολυσήμαντη εικόνα των νοημάτων δεν είναι στατική. Με τον
καιρό παθαίνει μια ερμηνευτική μεταμόρφωση, που παρακολουθεί την
πνευματική του εξέλιξη. Στον Ύμνο δίνεται η ιδέα του εθνικού πληρώματος,
που υπαγορεύει ο νόμος της ιστορικής ανακύκλησης. Δίνεται η εικόνα της
Δίκης, που αποκαθιστά τα ταραγμένα εθνικά νόμιμα ή κολάζει την υπερβολή
των έργων του τυράννου. Την ύβρη, που η φυλή την γνώρισε επί αιώνες με
τη μορφή μιάς ιδιάζουσας θηριωδίας, όπως ακριβώς την επερίγραψε και το
απλοϊκό αισθητήριο του Μακρυγιάννη. Δίνεται το κράτος της θρησκευτικής
ιδέας με τον ποταμό Αχελώο, που πνίγει σαν το θεό Σκάμανδρο και τον
αλυσοδεμένο Ελλήσποντο και τη θάλασσα του Μωυσή τις ορδές της βλαστήμιας
ή ανθίζει τους λόγγους μέσα στο καταχείμωνο. Δίνεται ακόμη το αναιμικό
στίγμα της φυλής, η καταλυτική συνοχή της ακατάλυτης Διάσπασης, που από
τους παλαιούς χρόνους αναιρεί την αίρεση της εθνικής βούλησης, με
αλλαγμένη κάθε φορά τη μορφή του σταθερού προσώπου της: Σαν το μεταξύ
του απολλώνειου και του διονυσιακού τρόπου, το μεταξύ του δωρικού και
του ιωνικού ρυθμού, το μεταξύ στο πνεύμα της εικονομαχίας και της
εικονολατρίας, το μεταξύ στο ρήμα του λογιωτατισμού και του
δημοτικισμού. Ο Σολωμός τελειώνει τον Ύμνο με το ίδιο θέμα που ο Όμηρος
άρχισε την Ιλιάδα. Η μήνις είναι
η άλλη μεριά του ελληνικού ήλιου. Σ’ ένα πρώιμο ποίημα χωρίς καλά να το
νοιώσει ταυτίζει την μήνιν με την ελληνική διάρκεια:
Κι όπου πλέον μοναχιασμένοι
είναι οι βράχοι σιγαλοί,
Μήνιν άειδε θέ ν’ακούσης
να σού ψάλλη μία φωνή.
Χωρίς
καλά να το νοιώσει, γιατί ενώ σκόπιμα συλλογάται την Ελλάδα και τον
Όμηρο σαν διάρκεια, τυχαία ονομάζει το μυστικό της διάρκειας οργή και
διχόνοια.
Εν
τούτοις με το Επίγραμμα των Ψαρών ο ποιητής εισέρχεται στην τελευταία
φάση της ερμηνείας του νοήματος του ’21, όπου και θα μείνει μέχρι το
τέλος. Αν κυττάξει κάποιος σήμερα το Σολωμό με στυλό μάτι, βλέπει απάνου
σε άσπονδη γη το βήμα ενός άντρα:
Άντρας (κι η μοίρα ό,τι κι α θέλη ας γράφη),
που
μελετάει κάτι μόνιμο κυκλωμένος από τις αχτίνες σπαθιών. Η ολόμαυρη
ράχη, τα λαμπρά παλληκάρια, η Δόξα ν’αντικρύζει ασίγαστα ιδέα και ύλη,
να μελετάει, και στο βάθος τελειωμένη η πράξη της κατάφασης, που
αναγνώρισε την άρνηση. Το απλό χαμόγελο ημπόρεσε να σταθεί, γιατί έσβυσε
τη φτερούγα του θανάτου που πέρασε. Είναι η εικόνα του ανθρώπου καθ’
ομοίωση του κόσμου. Ένα χαμένο επίγραμμα της κλασσικής Ελλάδας, θα
ημπορούσε ίσως να συγκριθεί με το επίγραμμα τούτο και να υπερτερήσει.
Από κανένα σωσμένο όμως, αν ήθελε συγκριθεί το επίγραμμα του Σολωμού,
δεν θα υστερούσε. Το επίγραμμα των Ψαρών αποτελεί τη σταθερή κατάθεση,
την κιβωτό της θεωρίας του Σολωμού. Οι Ελεύθεροι Πολιορκισμένοι
αποτελούν την ανανεωτική πράξη, τη νομοθεσία ζωής, που θα δύνεται να
κρατάει ενεργητικό και άχραντο το περιεχόμενο της κιβωτού. Και τα δύο
έργα είναι ακέραιος ο πνευματικός τόκος του ’21.
Το
στοιχείο που προσδίνει στην ελληνική επανάσταση μέσα στα άλλα
συγκαιρινά γεγονότα το χαρακτήρα της μοναδικής, και μέσα στο γενικό
ιστορικό γίγνεσθαι το χαρακτήρα της απόλυτης πράξης είναι η ανάγκη. Ο
μεγάλος Σηκωμός δεν ήταν έργο πολυτέλειας, όπως λ.χ. η pax romana του
Αυγούστου ή οι ναπολεόντειοι πόλεμοι. Το Σηκωμό τον εγέννησε όχι η
δυνατότητα της εκλογής αλλά η βία της απόφασης. Η τάξη όριζε να μη
διαλέξουν ανάμεσα σε δύο καλά, αλλά να ξεφύγουν ανάμεσα από δύο κακά. Οι
Έλληνες του ’21 δεν ήσαν οι άνθρωποι της κρεοφαγικής πόλης. Το πρόβλημά
τους ήταν όχι να σταθούν απέναντι στον πόθο της ζωής, αλλά να πράξουν
απέναντι στο φόβο του θανάτου. Ο θάνατος ήταν η φωνή στο στόμα και η
γραφή στη σημαία τους. Σήμερα που αυτές οι κατηγορίες ζωής στέκουν
παροπλισμένες και εν αναμονή «κανιβαλισμού», είναι δύσκολο ξεπερνώντας
την αντίσταση της παχυδερμίας να φτάσει κανείς στην αμεσότητα εκείνης
της τραγικής αίσθησης.
Στο
Θούριο του Ρήγα τα θεριά, οι σπηλιές και οι ράχες, τα βουνά, τα κλαδιά
και οι βράχοι μοιάζουν με ειδυλλιακές εικόνες ποιητικής Αρκαδίας. Εν
τούτοις είναι η πραγματικότητα της χορτοφαγικής πόλης του Πλάτωνα.
Επιστροφή δηλαδή στην ακαλλώπιστη γυμνότητα και τη στεγνή λύπη του
νεολιθικού αιώνα. Πρόκειται για το κλείσιμο στα στενά:
Ως πότε, παλληκάρια, να ζούμε στα στενά.
Εάν τα στενά της νεολιθικής εποχής είναι τόσο κοντά με τα στενά του 19ου
αιώνα, δεν είναι δύσκολο το πρόβλημα να αλλάξει όψη και από ιστορικό
επεισόδιο να φανερωθεί σαν οντολογικό πρόβλημα. Για τα στενά αυτά θα
μιλήσει με το ίδιο πολεμικό πνεύμα και ο Σολωμός:
Μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια,
Μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια.
Πράξη
συναρτημένη άμεσα με κάποια λαβύρινθο, που από τη χαρωπή μυθολογία του
παλιού καιρού ξαναγυρίζει απαράλλαχτη στη σκυθρωπή φιλοσοφία των ημερών
μας. Τι άλλο είναι τα σύγχρονα «υλοπάτια», οι Holzwege του Heidegger,
παρά εκείνη η δαιδαλική επινόηση του μύθου με τους χαμένους δρόμους,
τις στενωπές, τα αδιέξοδα και την άπειρη σύγχυση του ανθρώπου μέσα στην
οικητήρια κατασκευή της μοίρας του; Ο Σολωμός σ’ένα τρόπο απερινόητο,
που, καθώς συνηθίζει και φθάνει, συναιρεί παρελθόντα και μέλλοντα,
συσχετίζει τα στενά του Ρήγα με τα έργα του μυθικού Δαιδάλου και τα
νοήματα του ιστορικού Heidegger:
Μήτε όταν τον μπομπο-Ισούφ και τς άλλους δύο βαρούσα
Σύρριζα στη Λαβύρινθο, π’ αλαίμαργα πατούσα.
Το χρέος του ανθρώπου είναι να πολεμάει τη στενή μάχη και να πασχίζει να πατήσει τη σκοτεινή Λαβύρινθο, για να βγει στο φως, στην έξοδο.
Αλλά και το Χρέος και η Έξοδος δεθήκανε καθώς η πέτρα με το μάλαμα σε
μια υπέρτατη ώρα του μεγάλου Σηκωμού. Πρόκειται για το Μισολόγγι, όπου η
έγχρονη και τυπική πράξη των ελλήνων εφανέρωσε τον άχρονο και
αρχετυπικό μύθο των ανθρώπων. Εκεί εξεσκεπάστηκαν
τα μεγαλύτερα συμφέροντα της Ανθρωπότητος.
Το
Μισολόγγι είναι ο τόπος που κατάργησε την εκλογή και θέσπισε την
απόφαση. Το τειχιό και η πέτρα, που απάνου της έσκασε κεραυνός
γεννημένος από τη βίαιη κρούση των δυνάμεων του Μηδενός και του Είναι,
και την όρισε κατοικία του ανθρώπου. Έξω από τα τείχη ευρίσκεται η ζωή,
που πληρώνεται με την τιμή του θανάτου. Μέσα από τα τείχη ευρίσκεται ο
θάνατος, που εξαργυρώνεται με την ατιμία της ζωής. Ούτε μέσα να μείνει
κανείς ημπορεί, γιατί τον σκιάζει η ντροπή της σκλαβιάς, ούτε έξω βολεί
να περάσει, γιατί τον βιάζει η απειλή του Άδη:
Εκείθε με τους αδερφούς, εδώθε με το Χάρο.
Είναι
οι αδελφοί που φωνάζουν παρών στο προσκλητήριο των απόντων. Από την
άλλη μεριά και έξω γίνεται να πάει, για να κερδίσει το θάνατο, που
αξίζει για χίλιους θανάτους: όνειρο με ποτάμια και πέλαγα, με δάφνες και
δόξα και σπίθες, και με την όμορφη π’ αστράφτουν τα μαλλιά της. Και
μέσα ημπορεί να μείνει, για να χαρεί τη ζωή, που τώρα κατάλαβε, πως
αξίζει για χίλιες ζωές:
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Απάνου
σ’αυτή την κεχριμπαρένια πέτρα ο πολεμιστής που κάθεται βαρύς είναι ο
σουλιώτης. Σαν τον Αβραάμ, να τον παραστέκει δεξιά το σφάγιο του θεού
και αριστερά ο γιός της προδοσίας. Σαν τον Ορέστη, να βλέπει μπροστά το
αθώο μνήμα του ατιμασμένου πατέρα που προτείνει βλοσυρά τα σπαθιά της
ικανοποίησης, και να νοιώθει πίσω το ένοχο κρεβάτι της αντροκτόνας μάνας
που κραδαίνει περίτρομα τα φίδια της τύψης. Στο Μισολόγγι άνθισε η
πράξη της ζωής απάνου στην απόφαση του θανάτου:
Μνήσθητι, Κύριε – είναι κοντά. Μνήσθητι, Κύριε – εφάνη
ακούγονται τα τελευταία λόγια των πολεμιστών στα πρώτα βήματα της Εξόδου. Και ύστερα αρχίζει ο δρόμος Θανάτου και Αναστάσεως.
Στο
Μισολόγγι έστησε ο άνθρωπος το άγαλμα της ελευθερίας με τη μάχη που
έδωκε να διασπάσει τον κλοιό των οντολογικών του όρων, ο οποίος
γεννιέται από την αείροη ανάμειξη
του Είναι και του Μηδενός. Η φύση του κλοιού είναι αυτή που γεννά την
τραγικότητα της μάχης. Η πορεία που γίνεται από τον πόθο στο φόβο,
σύγχρονα φέρνει από το άλγος στο νόστο. Η Έξοδος από το σκοτάδι της
διατριβής γίνεται Είσοδος στο φως της συντριβής. Ολόκληρος ο βροντερός
τόπος σειέται από την ευλογητή κατάρα του Αίαντα στο Δία, που σιγά-σιγά
μεταμορφώνεται σε δύναμη πράξης και ουσία ενέργειας:
εν δε φάει και όλεσσον.
Το
Μισολόγγι – η πόλη στη μέση του λόγγου, ο άνθρωπος στη μέση της
πολιορκίας και της λευτεριάς – έδειξε μια φορά με την πείρα της πράξης
τον αιώνιο τόπο του ανθρώπου, που ανέκαθεν αγωνίζεται να φανερώσει η
πειθώ της μίμησης. Αυτόν τον τόπο με την ατόφια ενέργεια της τραγικής
του γόμωσης, που την κρατάει κλεισμένη όπως τη μπαρούτη η αποθήκη του
λευκού Καψάλη, η θρησκεία και η τέχνη πασχίζει να αναπαρασταίνει από
καταβολής ανθρώπου με το μύθο της τραγικότητας του κόσμου. Εκεί
αποκαλύφθηκε ότι τα σύμβολα της μυθολογίας είναι έργα της ιστορίας:
Τοιουτοτρόπως η Μεταφυσική έγινε Φυσική.
Στον Ύμνο ο ποιητής φαίνεται να τοποθετεί την ελευθερία απάνου στη στιγμή του νυν, που παρασταίνεται με
την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
όπως
το σπαθί του Μάρκου και του Διάκου και των άλλων ηρώων ενέργησε στο
Καρπενήσι και το Σπερχειό και τους άλλους τόπους. Στους Ελεύθερους
Πολιορκισμένους η κόψη του σπαθιού συμβολίζεται με την κοφτερή ακμή της
Εξόδου, το χρονικό στίγμα δηλαδή της σύγκρουσης όχι ανάμεσα στον τούρκο
και το σουλιώτη, αλλά ανάμεσα στο Μηδέν και το Είναι. Όχι ανάμεσα στους
ιστορικούς αλλά ανάμεσα στους φυσικούς όρους. Εάν η κόψη του σπαθιού
γεννάει την ελευθερία με το θάνατο του ήρωα στη μάχη, η ακμή της Εξόδου
τη δημιουργεί με την συνεχή πάλη του ανθρώπου στη ζωή. Η στιγμή του νυν
γίνεται διάρκεια του αεί και πραγματοποιείται έξω από τους όρους του
πολέμου, το χρόνο, τον τόπο και τα ενάντια στρατόπεδα. Η ελευθερία που
εκεί πατάει απάνου στην τρομερή κόψη του σπαθιού, εδώ τρέμει ανάμεσα
στην καταιγιστική ρωγμή του όντος:
Χάσμα σεισμού που βγάν’ ανθούς και τρέμουν στον αέρα.
Αυτή
τη φυσική κατοικία απάνου στο αεί του νυν θα την δώκει ο μεγάλος στίχος
του Πόρφυρα, που αναφέρεται στην αστραπή της τραγικής γνώσης:
Άστραψε φως κι’ εγνώρισεν ο νιός τον εαυτό του.
Εν
τούτοις ολόκληρη αυτή η διαλεκτική της ελευθερίας υπάρχει εν σχεδίω από
την αρχή στο πνεύμα του Σολωμού. Η όψη της ελευθερίας στον Ύμνο,
Που με βία μετράει τη γη,
είναι
η αρχική σύλληψη, που στον Πόρφυρα παίρνει την τελική μορφή. Πρόκειται
για προβλήματα της οντολογίας του Σολωμού. Εκείνο που εδώ πρέπει να
ειπωθεί είναι ότι η επανάσταση των ελλήνων υπήρξε για τον ποιητή
«παιδαγωγός εις τραγικήν γνώσιν».
Η
θεώρηση και η ερμηνεία του ελληνικού αγώνα εκαλλιέργησε στο ενορατικό
πνεύμα του Σολωμού ένα αισθητήριο σοφίας και ζωής, που ήταν εντελώς ξένο
στη γενική τροπή και το συρμό του πνεύματος της εποχής του. Το κύριο
γνώρισμα αυτού του αισθητήριου ήταν η τραγική πνοή, που όσο πιο ζοφερή
κυκλώνει τον άνθρωπο, τόσο πιο εύρωστη κάνει την υγεία της ηθικής και
πιο εναργή τη θέα της αλήθειας. Ο Σολωμός αναφορικά με την τραγική
αίσθηση της ζωής ξαναγυρίζει στην πρώιμη φιλοσοφία των ελλήνων και στον
αιώνα της τραγωδίας του Αισχύλου, σ’έναν τρόπο που στην Ελλάδα δεν
ξαναστάθηκε όμοιός του, και στην Ευρώπη μετρημένες περιπτώσεις τον
άγγιξαν. Όταν γράφει:
Και τώρα που ξαναγίνεται νίκη στον Μαραθώνα,
δεν
ρητορεύει ταυτίζοντας το ’21 με τα Μηδικά στην επιφάνεια του πολεμικού
θριάμβου, αλλά συσχετίζει τα δύο έργα στο βυθό της υπαρκτικής αγωνίας
του ανθρώπου, η οποία συντρίβοντας την αίσθηση του φυσικού εισέρχεται
στην αν-αισθησία του μεταφυσικού ορίου. Που σημαίνει ότι υπερβαίνοντας
την αισθητή τάξη εισχωρεί και ξεμπροστίζει τον υπεραισθητό ρυθμό και
θεσμό, που την κυβερνάει. Αυτό το πρωτόφαντο φανέρωμα στην όραση της
συνήθειας φαίνεται παράξενο και αλλόκοτο και θαύμα. Η νυσταγμένη
αίσθηση, που δε «μετράει με βία τη γη», δεν ημπορεί ποτέ να νοιώσει το
παράλογο αποτέλεσμα της αναμέτρησης των ελλήνων με τους πέρσες, που
επαναλήφθηκε στερεότυπα στον ξεσηκωμό τους κατά των οθωμανών. Πως οι
λίγοι καταβάλλουν τους πολλούς, και η πενία υπερβάλλει την αφθονία, και
το αθώο βλέμμα σακατεύει το οπλισμένο χέρι.
Αλλ’
εάν είναι ευεξήγητη η αδυναμία της κατανόησης αυτών των παραλογισμών,
είναι πράγματι ανεξήγητη η δύναμη και η καθαρότητα με την οποία
κατανόησε ο ποιητής το βαθύτερο νόημα του ’21. Γιατί μοιάζει
ν’αντικρύζει το μεγάλο γεγονός χίλια χρόνια πριν, και να το κρίνει χίλια
χρόνια μετά. Πατριάρχης και κριτής και προφήτης του λαού του φαίνεται
να τον αισθάνεται με την αίσθηση των ποταμών, της θάλασσας, του ήλιου,
των βουνών και των ανέμων του. Αν φανταστούμε αυτά τα στοιχεία
εμψυχωμένα στη μυθική μορφή των μικρών θεοτήτων, του Αλφειού και του
Νηρέα, του Φαέθοντα, της Ταϋγέτης και του Καικία ημπορούμε να νοιώσουμε
το πνευματικό του άπλωμα στη γη και την ιστορία του. Ισχυρισμός που τον
υπερασπίζει η σχέση του με τη δημοτική ποίηση.
Η
δημοτική ποίηση υπήρξε γι’ αυτόν τον αυτοδίδακτο η μόνη τροφός και
ζωντανή διδασκάλισσα. Και την αγάπησε όπως τον Όμηρο, τον Πίνδαρο και το
Σταυρωμένο του. Χωρίς τα δημοτικά τραγούδια είναι σίγουρο πως δεν θα
είχαμε το Σολωμό, όσο είναι σίγουρο ότι θα είχαμε τον Κάλβο. Ο Σολωμός
στα δημοτικά τραγούδια είδε τη σκληρότητα και την ευαισθησία, που ήταν
σύμμετρες στο βαθύ παλμό του ’21. Και πέρα απ’ αυτό είδε ολόκληρο το
πνεύμα της φυλής, που συμπλάθει ανανεωτικά την τριβή των αιώνων της στο
μύθο της μουσικής πικρίας. Τα τραγούδια του Γιαννιά και του Ρόβα
ανακαινίζουν τα άθλα επί Πατρόκλω ή ξαναφέρνουν το θεοφύλακτο Τηλέμαχο
στο δρόμο για τη Σπάρτη.
Κι άκ’σα γυναίκεια κλάηματα κι αντρίκια μοιρολόγια.
Ιδού
ένας δημοτικός στίχος, που βαρεί σαν τη σάλπιγγα τον αγέρα από το
Αντηλικό έως τ’ Άγραφα, και μοιάζει να οδηγεί το Σολωμό σε κάθε λέξη των
Ελεύθερων Πολιορκισμένων, καθώς ο Ερμής τα βήματα του Ορφέα στον Άδη.
Ποιοί νάναι αυτοί οι αρχοντόπουλοι, που μοιρολογάν στο ξυλοκρέβατο τον
αντρειωμένο, έξω από τον Αλέξανδρο στη σκηνή του και τον Αχιλλέα στην
ακροπελαγιά! Δεν υπάρχει πιο άναυδο θέαμα, από ένα μεγαλόψυχο άντρα που
μοιρολογάει.
Τα
δημοτικά τραγούδια είναι η αυθεντικώτερη πηγή και μαρτυρία, που φωτίζει
την εσωτερική όψη του ’21. Εάν η επανάσταση αυτή αποτελεί ένα
περιεχόμενο ζωής, μιαν ορισμένη δύναμη μάζας και ουσίας, η δημοτική
ποίηση είναι η μορφή αυτής της ψυχικής ύλης. Το ένα αποτελεί το φυσικό
παραπλήρωμα του άλλου, γιατί τέτοια ποίηση άρμοζε σε τέτοιον αγώνα και
αντίστροφα. Όπως ακριβώς μόνο με το τραγούδι της Ιλιάδας θάφτανε να
παρασταθεί ο πόλεμος της Τρωάδας. Εφ’όσον έλαχε στο Σολωμό να ιδεί τόσο
καθαρά το μύθο του ’21, η σχέση του με το δημοτικό τραγούδι μόνο
αναπότρεπτη ημπορούσε να είναι, όχι θεληματική. Όποιος είδε το φονικό,
δε γίνεται να μαρτυρήσει ούτε στη ρούγα ούτε στην εκκλησία, στο
δικαστήριο μόνο. Γιαυτό ο ποιητής ολοένα γυρίζει και κουβεντολογάει με
το δημοτικό τραγούδι, καθώς ο σουλιώτης με το καριοφύλλι του. Ο
δημοτικός δεκαπεντασύλλαβος σιγά-σιγά υψώνεται στο μέτρο και το όργανο
της αισθητικής του. Ο δεσμός του με τη λαϊκή μούσα θα φτάσει μέχρι του
σημείου, που πολλές φορές η ποίησή του θα ξεχάσει καταγωγή και πατρότητα
και θα περιβληθεί το κύρος της λαϊκής ανωνυμίας. Και δεν υπάρχει
μεγαλύτερη τιμή για έναν ποιητή από το να περάσει το τραγούδι του,
διασπώντας τη φυλακή του ατόμου, στη μουσική απλωσιά του λαού του. Που
σημαίνει ότι ο ποιητής δεν ζει σε μια εποχή, αλλά η εποχή και ο λαός της
σώζονται και παραδίνονται και ζουν με το όνομα του ποιητή τους. Τέτοια
τιμή μονάχα ο Όμηρος την αξιώθηκε, που οι νεκροψίες των «χωριζόντων»
πασχίζουν να τον δείξουν πολύ πιο πέρα από τις εφτά πολιτείες του.
Αγωνίζονται δηλαδή στο όνομά του να διατάξουν και να «κατηγορήσουν» μια
ηρωική εποχή κι ένα χρυσόχαλκο πολιτισμό. Όλα ήταν έργα του κι όλοι τους
παιδιά του.
Αυτή
η βαθειά ταύτιση του Σολωμού με την οσμή του χώματος και τη μνήμη των
αιμάτων εγέννησε την ατόφια ελληνική του ποίηση. Ο Σολωμός ήταν
ορισμένος και στενεμένος από την ίδια τη φύση του να γράψει ποίηση στην
ελληνική γλώσσα και για την Ελλάδα μόνο. Οι συνθήκες της ζωής του
ημπορεί να τον έφεραν στην Ευρώπη και κατά τούτο ν’ανήκει στην τάξη των
μεγάλων μας εξόριστων, όπως είναι ο Κάλβος και ο Καβάφης. Αλλά τούτο
είναι μια σύμπτωση, που δεν φτάνει να κλείσει το Σολωμό σ’αυτήν την
ομοταξία, όπως θέλει ο Σεφέρης. Ο Σολωμός δεν ετίμησε τις ξένες
λογοτεχνίες σαν το Foscolo και το Moreas,
κι ούτε θα γινόταν να τις τιμήσει. Την κιβωτό του, φτωχή ή πλούσια
τίμια πάντως, την έστησε σε ατόφιο ελληνικό στυλοπόδι. Το γεγονός ότι
αφήκε κομματιασμένο το ποιητικό του σώμα δεν οφείλεται ούτε στη
διγλωσσία ούτε στην άγνοια της ελληνικής γλώσσας. Εάν τα ιταλικά του
κείμενα είχαν την αξία του Κρητικού ή του Διαλόγου, τότε δεν θα ήταν
παρά ένας μέτριος στιχοπλόκος, που η κατάταξή του στα ιταλικά γράμματα
θάδινε το μέτρο της ποιητικής του αξίας.
Η
θέση του προβλήματος δεν ετέθηκε σωστά από το Γιώργο Σεφέρη. Γιατί το
κέντρο του δεν ευρίσκεται στο γιατί ο Σολωμός έγραψε στην ιταλική μόνον
ολοκληρωμένα ποιήματα και στην ελληνική μόνον αποσπασματικά. Η ουσία του
προβλήματος ευρίσκεται στο γιατί τα άρτια ιταλικά ποιήματα είναι
συμβατικά και μέτρια, ενώ τα ελληνικά αποσπάσματα είναι τα μαρμαρύσσοντα
δείγματα μιας ποιητικής μεγαλοφυίας. Η αιτία αυτού του παράδοξου είναι
όχι ο γλωσσικός αλλά ο αισθητικός του αγώνας. Και η αισθητική του
Σολωμού είναι συνάρτηση της κοσμοθεωρίας του. Και την κοσμοθεωρία του
την έσκιαξαν τα μαύρα μηνύματα του καιρού του, όπως θα δείξουν τα
επόμενα. Την απόδειξη ότι η ευθύνη για το αποσπασματικό δεν πέφτει στη
γλώσσα, την αποτελεί το γεγονός ότι και στην ελληνική έγραψε
ολοκληρωμένα ποιήματα – π.χ. οι δύο Ύμνοι και η Φαρμακωμένη. Αλλά τα
ολοκληρωμένα ελληνικά του κατά κανόνα δεν είναι καλύτερα από τα ακέραια
ιταλικά του τα αδιαβάθμητα.
Είναι
λάθος και κρίμα να εξαντλιέται το ασύνορο της τραγικής αγωνίας του
Σολωμού στα σύνορα του γλωσσικού του αγώνα. Πρόσθετη απόδειξη ότι ο
Σολωμός συμπτωματικά ανήκει στην τριάδα των εξορίστων είναι η απόλυτη
διάκρισή του από τους δύο άλλους, όσον αφορά στη σχέση και των τριών με
την Ελλάδα σαν τόπο κατοικίας και με το δημοτικό τραγούδι σαν πηγή
ευφορίας. Ούτε ο Κάλβος ούτε ο Καβάφης έχουν ομολογίες στην Τράπεζα της
δημοτικής παράδοσης. Και αναφορικά με τον τόπο διαβίωσης ο Κάλβος έζησε
το πέμπτον του αιώνος πρώτα και το έκτον ύστερα σε ξένη γη, ενώ ο
Καβάφης επισκέφτηκε την Αττική σαν τους ιάπωνες τουρίστες. Ο Σολωμός
όμως από τότε που εγύρισε στην Ελλάδα – και εγύρισε έφηβος ακόμη –
έρριξε άγκυρα «στα σκεπά», και δεν άφηκε το χώμα του περισσότερο απ’ ότι
άφηκε ο Σωκράτης την παλαίστρα και την αγορά:
αλλ’ ελάττω εξ αυτής απεδήμησας ή οι χωλοί τε και
τυφλοί και οι άλλοι ανάπηροι.
Η
αιτία που εσύντριψε το Σολωμό ήταν η ίδια δύναμη, που ποτέ δεν τον
άφηκε να επισκεφθεί την Αττική και την άλλη Ελλάδα. Η τρομάρα του να
προσκυνήσει την Αθήνα ήταν όση και η λαχτάρα του να μείνει στην Κέρκυρα.
Που σημαίνει ότι ποτέ δεν επήγε και ποτέ δεν έφυγε από την Ελλάδα. Αλλά
πού έμεινε τότε; Στην άβολη Μονή της τραγωδίας του. Στο χάσμα του
σεισμού που αγωνίστηκε να αποκαλύψει.
Η
τραγική αίσθηση που ξεχύθηκε από τα ολοκαυτώματα της στεριάς και του
πελάγου και εντύπωσε τη συνείδηση της ζωής σε στήλη πυρός, θα αναμειχθεί
με τη ρομαντική ομίχλη της απάτης και της μαλάκυνσης, που γέννησε η
αβασάνιστη υπερβολή του πνεύματος της Ευρώπης, και θα οδηγήσει τον
ποιητή στην πόλωση. Αυτή η εμπλοκή κυρίως, και με τη συμπαράσταση άλλων
δευτερευόντων αιτίων, θα συντρέξει βάναυσα την ταραχή της βιοτικής
συνοχής του και το διασκορπισμό των ποιητικών του μελών. Εδώ τίθεται για
το μελετητή ένα πρόβλημα ορίων, που αποτελεί τη φλεγόμενη βάτο των
σολωμικών σπουδών. Την έρευνά του, όσο βαστάν οι δυνάμεις μας, θα την
επιχειρήσουμε στην αισθητική του.
Ο
βυρωνικός ρομαντισμός εκέντρισε την έμπνευσή του στην τραγική
περιπέτεια του Λάμπρου. Το ρομαντικό πνεύμα όμως εξώθησε τη λυρική του
ορμή σε μια άγονη αγωνία και οδήγησε ολόκληρη τη σύλληψη στη βέβαιη
ενέδρα του τενάγους. Στο Λάμπρο ενώ ο μύθος εβασίστηκε σε μια τραγική
αντίληψη σοφόκλειας οικονομίας, η δράση ακολούθησε την τεχνική της
βυρωνικής υπερβολής. Η αμετρία του δαιμονικού οίστρου θανάτωσε το έμβρυο
της έλλογης μετριότητας. Στην ουσία πρόκειται για την ίδια αιτία, που
οδήγησε στον πρόωρο θάνατο τον ερωτικό καρπό του ρομαντικού Faust και της κλασσικής Ελένης. Η επανειλημμένη ομολογία του Σολωμού ότι
Ο Λάμπρος θα μείνη απόσπασμα,
φανερώνει
ότι ο ποιητής αντιλήφθηκε ενωρίς το αδιέξοδο του δρόμου του. Φανερώνει
ακόμη την υπέρβαση και την απόρριψη της βυρωνικής ποίησης. Κρύβει όμως
και κάτι πολύ χειρότερο: Ότι ο ποιητής δεν θα ξεπεράσει αυτό το
αισθητικό αδιέξοδο και ποτέ δεν θα γράψει στο μέλλον ένα ποίημα ακέραιο.
Ο Λάμπρος έδειξε ότι ο Σολωμός βρέθηκε σε νέες Συμπληγάδες, τόσο
εφιαλτικώτερες από ‘κείνες των Αργοναυτών, όσο ωμότερη είναι η ιστορία
από τη μυθολογία. Από τη μια μεριά η οιδιπόδεια τραγωδία με τη συνεπή
αναφορά της στα μέτρια. Από την άλλη ο βυρωνικός ρομαντισμός με τη
συνεπή αναφορά του στα άμετρα.
Ο
Μπάυρον έγραψε μια κίβδηλη ποίηση, που αναφερόταν σ’ένα κίβδηλο κόσμο.
Αν η ποίησή του εφάνηκε αληθινή και συγκίνησε, είναι γιατί είχε συνέπεια
προς τον κόσμο που απευθυνόταν. Τη συνέπεια του λύκου στην αγέλη και
του ληστή στη συμμορία και του κουτσού στα δεκανίκια του. Εν τούτοις ο
Βύρωνας υπήρξε γνήσια ανθρώπινη φύση και γιαυτό επλήρωσε ακέραιο το
τίμημα της καλλιτεχνικής του απάτης. Και επλήρωσε στο Μισολόγγι, γιατί
μόνος αυτός εστάθηκε ο γνήσιος τόπος στον κίβδηλο κόσμο του.
Ο
Σολωμός αγωνίστηκε να γράψει γνήσια ποίηση μέσα σ’έναν κόσμο, που το
προορατικό του αισθητήριο τον ειδοποίησε ότι είναι κίβδηλος. Όροι
αντινομικοί, που εξ υπαρχής κατάργησαν τη δυνατότητα της συνέπειας που
υπήρχε στο Μπάυρον. Γιαυτό ο Σολωμός δεν έγραψε ποίηση, αλλά
καταγκρεμίστηκε μέσα στους ίδιους τους όρους της ποιητικής του, και μάς
έδωκε μόνο τα συντρίμματα. Την αποθέωση του ποιητικού συντριμμού του την
εφανέρωσε το Μισολόγγι, ο μόνος γνήσιος τόπος στον κίβδηλο καιρό του:
Τα μάτια μου δεν είδαν ενδοξότερον τόπον από τούτο το αλωνάκι.
Στο
Μισολόγγι της Εξόδου συναντήθηκαν ο ποιητικός ήρωας και ο συντριμμένος
ποιητής. Ο λόρδος και ο κόμης, που εξάγνισαν το μίασμα του τίτλου με τη
ζοφερή επιστροφή τους στο αρχαϊκό τραγικό πνεύμα της αριστοκρατίας. Ο
ακέραιος Ύμνος του Σολωμού για το Μπάυρον είναι ένα ποίημα ψεύτικο και
γελοίο, όσο και η ποίηση του Μπάυρον. Ο συντριμμένος όμως Θρήνος του
Σολωμού για το Μισολόγγι είναι ένα ποίημα γνήσιο και τραγικό, όσο και ο
τίμιος θάνατος του Βύρωνα. Ο κοινός τάφος των δύο στο Μισολόγγι είναι το
μνημείο της αληθινής ποιητικής τους συνάντησης.
Στην Ευρώπη ο Holderlin
λίγο πριν από το Βύρωνα και το Σολωμό είχε κηρύξει ότι η λειψή εποχή
του αχρήστεψε την ποίηση. Ο Βύρωνας πληρώνοντας με τη ζωή του την
άχρηστη ποίηση, που αξίωσε η ελλειπτική εποχή του, απόδειξε πως είναι
αληθινός ποιητής. Ο Holderlin
δεν είδε το Μισολόγγι, γιατί βιάστηκε να παραφρονήσει. Εάν είχε την
αλήθεια της ποίησης του Σολωμού η άχρηστη ποίηση του Μπάυρον ή την
πληρότητα της ποίησης του Μπάυρον η συντριμμένη ποίηση του Σολωμού, τότε
θα είχαμε τον ακέραιο ποιητή ενός ανάπηρου καιρού. Αλλά τέτοια σύνθεση
θάταν τρελλή. Σαν την τρέλλα του Holderlin, του πλέριου ποιητή στον ελλιπή καιρό του.
Το
πρόβλημα εδώ δεν είναι η ανατομία ενός πολιτισμού και μιας εποχής, που
κατάντησε να θέλει τον ποιητή της νεκρό μόνο ή τρελλό ή παράλυτο. (Αν
και τούτο είναι κακό σημάδι. Γιατί σαν ωριμάσει για καλά μια τέτοια
πνευματική λώβα, τότε ο θάνατος, η τρέλλα και η αναπηρία απλώνουνται σε
όλους τους ανθρώπους. Ο ποιητής είναι το πρώτο χελιδόνι!) Το πρόβλημα
εδώ είναι η θέση του Σολωμού, απέναντι στο κίνημα του ρομαντισμού. Η
ποιητική του όραση, απίστευτα ενωρίς, στο ρομαντισμό είδε μια μορφή
τέχνης, που πίσω της κρύβει έναν τρόπο ζωής με τα βαρειά συμπτώματα μιας
καλπάζουσας και θανατηφόρας αρρώστειας. Απροσδιόριστα καταβολικά
ελαττώματα και κρυφό δούλεμα αιώνων πολλών προετοίμασαν την ανυπολόγιστη
σάθρωση των θεμελίων του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Σα να εδούλεψαν
χιλιάδες Ήφαιστοι από τον άπατο καιρό της πτώσης των Γιγάντων και να
εσπήλιασαν όλα τα βουνά και τα νησιά της γης. Και δεν απομένει πάρεξ ο
σφοδρός άνεμος, για να τα γκρεμίσει συθέμελα. Λευχαιμία στο κυκλοφοριακό της
ιστορίας. Αργότερα θα φανούν και οι φιλόσοφοι της ερήμου, που θα
φωνάξουν ότι πατήθηκαν από βαρβάρους τα μυστικά της ζωής, επάρθηκαν με
νυχτερινά ρεσάλτα τα κάστρα της γνώσης, το τραγικό αίσθημα προδόθηκε και
ο θεός των ανθρώπων είναι νεκρός.
Η
έρευνα της Ηθικής και της Αισθητικής του θα δείξει ότι ο Σολωμός είδε
το μέλλον. Εψυχανεμίστηκε την έλευση του κακού και άκουσε μέσα σ’ένα
σπασμό ασυνείδητης αίσθησης ότι «η γαλαρία μαμουνιάζει», που λέγουν οι
μεταλλωρύχοι στη Μύκονο. Έτσι, ενώ ο ποιητής χτυπημένος από το φως της
επανάστασης εμόρφωνε μια στάση ελληνικής ζωής θεμελιωμένη στην εθνική
αυτάρκεια, εμψυχωμένη από την ακίνητη απόφαση της θυσίας και κατάφορτη
από αγαθές ελπίδες, που φτάνει να τις φυλάγει και να τις σώζει εσαεί η
κάθαρση του τραγικού αισθήματος, από την άλλη μεριά η ζωή ετράβαγε το
δρόμο της. Ο ρομαντισμός της Εσπερίας έμπαινε στην καπνισμένη χώρα από
τη μεγάλη πύλη καμαρωτός και επίσημος σα γαμπρός. Η υπερβολή, η
φανφαρονιά και η ευκολία, οι κροκόδειλοι, οι γύπες και οι τυμβωρύχοι. Οι
σεληνομανείς, οι λυκοκέφαλοι και οι προβατόσχημοι, οι γλωσσαμύντορες
και οι σαβανωμένοι θα κατακλύσουν την Εκκλησία και την Αγορά. Θα
ξυλοκοπήσουν το άθλιο σώμα του Μακρυγιάννη με τις πέντε πληγές, και θα
πετάξουν στο φαγωμένο του πρόσωπο «μαγαρσές ανθρώπινες». Θα αναλάβουν
την καθηγεσία του έθνους στα αιώνια πεπρωμένα του, και ένας-ένας θα
λάβουν τη θέση τους στην πρώτη σειρά των κερκίδων, την προορισμένη για
τους ιερείς, που σώζεται ακόμη στο θέατρο του Διόνυσου στα νότια της
Ακρόπολης. Έτσι θα παγιδέψουν την αλήθεια και την αρετή, θα σιδερώσουν
την τίμια εθνική ορμή και θα υπονομέψουν το δρόμο της ξαναγεννημένης
Ελλάδας με αόρατα μαγικά στεφάνια φωτιάς, σαν εκείνα του
Μεφιστοφελή-Σκύλου. Πολύ αργά πια και όταν η καταστροφή του ’97 θα είναι
πίσω, και εμπροστά θα διαγράφεται η τρεκλοποδιά του μεγάλου Βενιζέλου
και η συφορά του ’22, ο Παλαμάς θα τραγουδήσει:
Ζαγάρια και τσακάλια και κοκόροι...
...μόρτηδες, λούστροι, αργοί, λιμοκοντόροι,
περιγράφοντας
το ίδιο πνευματικό κλίμα, που με ανατριχιαστική ειλικρίνεια εσημείωνε
από τα 1850 κιόλας ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Αυτή την πνευματική και
ηθική αγριότητα την εζωγράφισε ο Σολωμός στα 1827 μέσα στη μητρόπολη της
Ζάκυνθος – σα να ζωγράφιζε την κόλαση στον τοίχο – έχοντας στο μυαλό
του την αθλιότητα της ρομαντικής Ευρώπης, που βιάστηκε να τη μεταφυτέψει
στην Ελλάδα η ανεμυαλιά των λογίων. Όπως εμεταφύτεψε αργότερα ένα
σοσιαλισμό ασύνταχτο στα ελληνικά μέτρα. Και, προ παντός αυτό, όπως
κρατάει σήμερα στο χέρι το σπαθί για την τεχνολογική αντίληψη της ζωής,
που φτάνοντας ως την Ενωμένη Ευρώπη θα μάς δέσει μοιραία στο δαιμονικό
άρμα της παγκόσμιας παραφροσύνης. Αχ, εύκολο είναι κρίνοντας κανείς να
πετροβολάει. Όσο είναι δύσκολο να ερευνήσει σωστά, αν η φορά των
πραγμάτων γινόταν να είναι άλλη και ποιά;
Εν
πάση περιπτώσει αυτή ήταν η κατάσταση που ακολούθησε την επανάσταση.
Και ήταν αναπότρεπτη, γιατί ο Σολωμός ήταν ένας αγνάντια σε όλους και
στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Και η θέση του Ενός είναι στην έρημο. Αυτό
διδάσκουν από τους παλαιούς χρόνους γραφές και σοφοί και τυπογράφοι. Σαν
έσβυσε η φωτιά του πολέμου από την ξεσηκωμένη χώρα, δεν άργησε να
σβήσει και από την αράθυμη μνήμη. Έτσι χάθηκε ο μύθος του ’21.
Έτσι διαπράχτηκε το μεγάλο κακό. Και τα πύρινα φτερά του Φοίνικα έγιναν
φτερά στον άνεμο. Στα στόματα των Σούτσων και των Παράσχων, τα απύλωτα
και τα ακράσωτα.
Ο
Σολωμός ήταν ο προσωκρατικός που έζησε σε μια εποχή αλεξανδρινή. Με το
βάρος της σοφίας του Παρμενίδη και με το σύννεφο της μελαγχολίας του
Ηράκλειτου τραβήχτηκε από τους ανθρώπους και μανταλώθηκε στη μοναξιά
του. Κοντά στην αρχοντιά της φύσης και στην ταπεινοσύνη των υπερετών
του, του Λάμπρου και του Γιακουμάκη του Κάνδηλα, φέρνει στη σκέψη μας
τον αγέλαστο φιλόσοφο της Εφέσου, που άλλοτε ξέτρεχε στα βουνά και
άλλοτε κλείνονταν στο ιερό της Αρτέμιδας και έπαιζε με τους δούλους τους
αστραγάλους:
«Τι, ώ κάκιστοι, θαυμάζετε;» είπεν, «ή ού κρείτοντούτο ποιείν ή μεθ’ υμών πολιτεύεσθαι»,
ιστορούν οι βιογράφοι του ότι είπε κάποτε στους άμυαλους συντοπίτες του.
Για να μη με ξανασκοτίσουν οι φλύαροι,
έγραψε
και ο Σολωμός για το σμήνος των λογίων της εποχής του. Κι ούτε πια που
ξαναπιάστηκε με την πνευματική αφασία τους. Κι άλλο δε γινόταν να κάμει.
Στα
1833, στην κορυφή της ζωής του, ο Σολωμός έχει τελειώσει με όλες τις
μεγάλες συλλήψεις, που έμειναν ατελείωτα έργα. Εκείνη τη χρονιά της
ισορροπίας των άνω και των κάτω μάς έδωκε τον Παρθενώνα του Βράχου του,
τον Κρητικό. Στον Κρητικό εχάραξε την εικόνα της ζωής, του πνεύματος και
της τέχνης του, ιστορώντας τη συγκεκριμένη στιγμή, το στίγμα του
στερεοποιημένου χρόνου, που το δημιουργεί η αγωνία του θνητού και η
γαλήνη του αθάνατου. Τον ήχο του παρελθόντος τον θερίζει το βλέμμα του
μέλλοντος:
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου,Που ετρέμαν και δε μ’άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου.
Τη
μιλιά του, και τον αγώνα του να τη βγάλει. Η φεγγαροντυμένη είναι το
πλάσμα του φωτός της νύχτας, που γεννιέται και πατάει στην κόψη των
κυμάτων, όπως ο ποιητής σηκώνει ανάστημα στην ακμή του σπαθιού και την
κρούση της Εξόδου. Η ποίηση γίνεται Θέα της αλήθειας και Σώτειρα του
χρόνου:
Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει,Και βάνω την παλάμη μου, κι αμέσως γαληνεύει.
Εκεί
που ο άνθρωπος πάει να καταποντιστεί στην άβυσσο της υπαρκτικής αγωνίας
του, τον παραπαίρνει ξαφνικά ρεύμα ανέλπιστης γαλήνης κι αντί τρελλός
γίνεται αλαφροΐσκιωτος.
Γιαυτό
ο Σολωμός, αν και είδε το χάσμα της φύσης, που πάντα θα υπάρχει
θαυμαστό, και το χάος της ιστορίας, που τώρα πλησιάζει τερατώδες, έμεινε
ο ποιητής της αισιοδοξίας όσο κανένας έλληνας και λίγοι ευρωπαίοι.
Αμέτε και κυττάξτε ένα πρωινό του Ιουλίου τη μαρμαρόσπαρτη Δήλο, πώς
δηλοί. Αστράφτει στον ήλιο σαν τα αξόνια και τα μάτια του Απόλλωνα. Και
μυρίζει στη θάλασσα σαν τα δάση και τα μαλλιά της Αρτέμιδας. Δύναμη που
κρύβεται στο μουσικό όργανο του Σολωμού:
Τα κύματα έσχιζα μ’αυτό, τ’άγρια και μυρωδάτα.
Ο
Σολωμός έζησε ισχυρός και ερημίτης σε μια ώρα αρχής και ανυδρίας. Εν
τούτοις αυτή η φυλετική ώρα ήταν μεγάλη. Γιατί μέσα από τον καύσωνα και
τη λιγονεριά ο λαός του εξέρχοταν βλοσυρός «εκ γης δουλείας». Σ’αυτή την
έρημο ήταν ταγμένος να τον οδηγήσει και να τον νομοθετήσει, έστω και
χωρίς να το ξέρει συνειδητά. Στον καιρό μας δεν πάει να κουβεντιάζει ο
ποιητής με το θεό του πρόσωπο με πρόσωπο. Ασυνείδητα όμως φαίνεται σαν
κάτι να τον είχε ειδοποιήσει. Και η διαίσθηση έφτασε ως την ερώτηση:
Ά! γιατί δεν έχω τώραΤη φωνή του Μωυσή;
Όμως
και τη φωνή του Μωυσή και τη λύπη του και το δρόμο του είχε. Και στο
τέλος, λίγο προτού να κλείσει τα μάτια, έφτασε ψηλά στα όρη Μωάβ και
εκείθε έδειξε στο λαό του τη Γη της Επαγγελίας, που ο ίδιος ποτέ δεν την
πάτησε.
Στη
Διαθήκη του, που τη λάξεψε η δίψα και ο κάματος της ερήμου, όρισε ότι,
για να κατοικηθεί άξια η Νόστιμος Γη, όφειλε ο λαός να ποτίζει την
αρχαία μνήμη με ζεστό αίμα. Το αίμα που ζήταγαν και από τον Οδυσσέα οι
σκιές των ψυχών στον Άδη, για να ημπορέσουν να σαρκοδέσουν την αίσθηση
και να μιλήσουν:
αίματος άσσον ίμεν, ο δε τοι νημερτές ενίψει.
Από
τους κατοπινούς ποιητές ένοιωσαν το νεύμα του για αίμα οι ελάχιστοι
πολύ, οι περισσότεροι λιγότερο και οι πλείστοι καθόλου. Και το δρόμο του
δεν τον επάτησε το κούφιο βήμα του Βαλαωρίτη και του Ψυχάρη, τον
κακοπάτησε το πανηγυριώτικο τριπόδισμα του Παλαμά και του Σικελιανού
και, όσο έφτασε, τον ετίμησε η πικρή κατάνυξη του Παπαδιαμάντη και
λιγότερο του Καβάφη. Σε λεπτομέρειες και ιδιαιτερότητες αυτού του
κριτικού επικαταλογισμού θα μάς φέρει η ερμηνεία του ίδιου του ποιητή.
1. Vera amo
Μαζί
με το ρολόγι, που εδώρισε κάποτε ο Σολωμός σ’ένα βαφτιστικό του με την
ευχή να τού μετράει το χρόνο ευτυχισμένο, αφού σ’εκείνον πολύ λίγες
χαρούμενες ώρες έστερξε να μοιράσει, τού χάρισε και μια λατινική
επιγραφή χαραγμένη στην όψη ενός σιγιλλίου:
vera amo, vera sequor.
Η
αγάπη και ο στοιχημός στην αλήθεια εστάθηκε ο αρρεβώνας τού ποιητή με
την τέχνη. Ο Πολυλάς παραδίνει μια εξ ίσου ρητή υποθήκη του, που συνέχει
το πνεύμα ενός εφηβικού επικήδειου:
Νέοι συμμαθητάδες! μάθετε την επιστήμη και την αρετή δίχως να υπερηφανεύεσθε, και δεν θα υπερηφανευθήτε, αν αληθινά μάθετε την επιστήμη και την αρετή.
Λόγια
εξομολόγησης, που μοιάζουν να φέρνουν πολύ πιο κοντά το νεαρό
μουσόληπτο τής Ζακύνθου στο σοφό γέροντα τής Βαϊμάρης από κείνη την
ανεκδοτολογική διήγηση, σύμφωνα με την οποία ο Goethe ονόμασε τον κόμη
Σολωμό Μπάυρον τής Ανατολής:
Όποιος δεν κατέχει την επιστήμη και την τέχνη έχει θρησκεία,
όποιος κατέχει την επιστήμη και την τέχνη κατέχει και τη θρησκεία,
έγραψε
και ο Goethe, που στη θρησκεία δεν είδε άλλο από την ιδέα τής αλήθειας.
Η κατοχή φαίνεται να διαφέρει από την κατάκτηση τής αλήθειας, όσο
διαφέρει στη μάχη ο πλιατσικολόγος από το λαβωμένο.
Αν
προσαγάγει κανείς το Σολωμό στο πραιτώριο να μαρτυρήσει, τι είναι
αλήθεια, θα σιωπήσει καθώς εσιώπησε ο Ιησούς εμπροστά στον Πιλάτο. Εν
τούτοις γύρω από αυτό το πελώριο ερωτηματικό περιστρέφεται ολόκληρη η
ποίησή του, καθώς γύρω από τον πανάρχαιο πύργο τού θεού το τραγούδι
εκεινού τού ιερατικού τροβαδούρου τού Rilke. Στο τέλος σπαραγμένος και
κισσοστέφανος χαιρετάει τον Ορφέα με το στερνό του φθόγγο:
...γιατί καλά εσύ γνωρίζεις πώς ‘ς
τες καρδιές πρώτη και θεϊκή νύφη είναι η Αλήθεια.
Για
την αλήθεια ο Σολωμός δεν συζητάει ούτε με την Αθηνά τής σοφίας ούτε με
τον Ευαγγελιστή τού σπηλαίου. Ο Ορφέας με το διπλό του οικόσημο τον
τραβάει καθώς ο βοριάς την πετροκαλαμήθρα. Γιατί στον Ορφέα προορίστηκε
σαν θέση το μεταίχμιο, η τρομερή κόψη ανάμεσα στο έρεβος και το φως. Κι
από την άλλη μεριά ο Ορφέας συμβολίζει στους έλληνες τη διαμελισμένη
ψυχή τού κόσμου. Τη μυστική κράση, που σώζει το ρυθμό τού Παντός ανάμεσα
στο σπόρο και το λουλούδι, στα δάση και τα κύματα, στη βροχή και το
κάμα, σαν μουσική χωρίς όργανο και λύρα χωρίς λυράρη. Ακριβώς η
παραπομπή τής αλήθειας στον Ορφέα και τού Ορφέα στη φύση είναι που
συμπληρώνει τον κύκλο και ταυτίζει την αρχή και το τέλος, όπως θάλεγε ο
Ηράκλειτος. Γιατί τη διδαχή τής αλήθειας ο Σολωμός την ελάβαινε από τη
φύση:
εκείνο όπου λέγει ο Βάκων για τη φύση, δηλαδή πως ο φιλόσοφος για να την κυριέψη πρέπει πρώτα να τής υποταχθή...
Και
αλλού πάλι μιλώντας για τη σχέση τής Τέχνης και τής Φύσης, κατά το
υψηλό παράδειγμα τού Dante, παρουσιάζει την εικόνα τής ερωτικής λατρείας
τού καλλιτέχνη εμπροστά στο σώμα τής φύσης με το χορό τής γύμνιας.
Το
πρόσωπο τής αλήθειας το σκεπάζει ολόκληρο η ποίησή του με την τεχνοσύνη
τού πρωτομάστορα. Διατείνεται κανείς με δίκιο ότι τα θέματά του
έρχονται από χίλιες δύο «ποιητικές πηγές»: Την ελευθερία, την αρετή, την
Ανάσταση, τα κυπαρίσσια, το Σατανά και την Τρίχα, τα παιδάκια και τα
ανθάκια. Εν τούτοις πίσω από αυτή την πολυχρωμία τών «περιτελλομένων
ενιαυτών» υπάρχει μια σταθερή και ενιαία ιδέα, μια Καλυμμένη Μορφή, όπως
πίσω από το φως τού ήλιου υπάρχει ο κύκλος τών αριθμών και πίσω από τον
ήχο τών νερών τα μόρια τής χημείας. Εάν ο Σολωμός είχε τη δασκαλίστικη
πρόνοια να κρεμάσει στην εμπασιά τού εργαστηρίου του μιαν επιγραφή
προϊδεασμού για τούς νέους μουσοπόλους, το νόημά της δεν θα παράλλαζε
πολύ από την εντολή τού Πλάτωνα στην πύλη τής Ακαδήμειας. Γιατί ολόκληρη
η ποιητική θεωρία του αναπαύεται σ’ένα γεωμετρικό πνεύμα γνήσιο όσο και
η γεωμετρία η ίδια. Ιδού ένα δείγμα τής πρώιμης λογικής ευφροσύνης του:
Χαίρομαι που με τη μαθηματική επιστήμη αρχίσατε να οικοδομήτε την αλήθεια.
Παραπλήσια και με νόημα συμπληρωματικό είναι και η φράση του, που μάς παράδωκε ο φίλος του Regaldi:
Για μέ ποίηση είναι η λογική, που έχει μετατραπή σε εικόνες και αισθήματα.
Ιδέες
που συνοπτικά ολοκληρώνονται σε μια αναφορά του για τη μυστική
νομοτέλεια τού όντος και το γεωμετρικό πνεύμα τού σύμπαντος,
χρωματισμένη από το συναίσθημα μιας περιπαθούς οδύνης:
Έξω που εγώ πιστεύω πως ό,τι συμβαίνει εδώ κάτω είναι πάντα στον καιρό του, οτιδήποτε κι αν νομίζουμε εμείς, που λίγη είναι η ζωή μας και λιγοστό εκείνο που βλέπουμε.
Που
πάει να πει ότι και ο β’ παγκόσμιος πόλεμος ήταν το αναγκαίο έργο και
το πλήρωμα τού καιρού του. Καθώς φαίνεται το πρόσωπο τής γεωμετρίας
είναι πολύ πιο συφοριασμένο από το στόμα τής Κασσάνδρας.
Αυτή
η θέαση τής φύσης εγκαρδιωμένη από τη βούληση τού δέους έχει για το
Σολωμό τη σημασία τής γνωσιολογικής καταφυγής. Το κοσμικό γεγονός
εμφανίζεται σταθερά με τα σημάδια ενός «κατεστημένου αιωνιότητας», που
λαβαίνει όμως την κυρωτική του αφθαρσία από τον καθαρτήριο νόμο μιας
«αιώνιας επανάστασης». Η ζωή εν τάφω κατατίθεται, και διά τού θανάτου ο
θάνατος πατιέται. Το σύμπαν κρέμεται στην άπειρη ευαισθησία ενός
ελάχιστου μυστικού, που πάει να φανερωθεί καθώς αίρεται η θέση, και
σύγκαιρα ξανασκεπάζεται καθώς τίθεται η άρση. Το κοσμικό παιγνίδι
πλημμυρίζει το χάος με γοητεία:
Όπως έξω στη φύση βγαίνει από την άβυσσο η μοσκοβολιά.
Η
συναρπαγή τού ανθρώπου από αυτόν τον αγγελοκρουμό τής κοσμικής
αϊδιότητας έχει το νόημα τής οργανικής του συνδέσμωσης με τον ομφάλιο
λώρο τής γνώσης. Ο Σολωμός φτάνοντας σ’αυτή την «αποκατάσταση» τού
ανθρώπου ανάβει το λυχνάρι τής γνώσης του ήσυχος ότι τη θρυαλλίδα του θα
συντηρεί σταθερά το λάδι τής φύσης. Λειτουργία τής γνώσης σημαίνει να
θηλάζει κανείς με τη γαλήνη τού βρέφους τα στήθια τής φύσης. Η εικόνα
τής Παναγιάς τής Θηλάζουσας έρχεται από την ανήσυχη Αναγέννηση. Καθώς
και εκείνος ο ποταμός τής αστρικής ύλης, που ρέει ανάμεσα σε Κύκνο, Αετό
και Τοξότη, είναι το αρχαίο γάλα τής Βρεφοκρατούσας Θεάς, που ξέφυγε
από την βυσσινιά θηλή και φωσφόρισε τη νύχτα τής αβύσσου.
Τέτοιας
λογής όντας η γνωσιολογική αναφορά τού Σολωμού στη φύση ξελαμπικάρει
στη συνείδηση μιας ορισμένης οντολογίας, τής οποίας η δυική προοπτική
συγκλίνει στην ακμή μιας ενικής διάστασης. Ενώ δηλαδή η θεωρία του
ξεκινάει από δύο αντιπολικές αφετηρίες, δεν καταλήγει στο τέλμα τού
στατικού ενισμού, αλλά υψώνεται στο ενεργητικό σημείο ενός ήρεμου
διαλόγου, τού οποίου την ιδέα στη φύση την καθρεφτίζει ο ρυθμός τού
κόσμου. Δεν είναι το Είναι που καταβάλλεται ούτε το Μηδέν που υστερεί,
δεν είναι το Είναι που επιβάλλεται ούτε το Μηδέν που υπερτερεί. Είναι ο
διάλογος αυτών τών δύο αιτιών, που «φύει» τη μορφή τής δύναμης, την
κατ’ ενέργειαν ουσίαν,
όπως
γράφει ο Σολωμός σχολιάζοντας τον Αριστοτέλη. Αυτός ο διάλογος είναι το
ισορρόπημα τής αντι-σθένειας και τής δια-φοράς. Το παιδί είναι ο
ατόφιος τόκος τής γυναίκας αλλά το γεννάει ο άνδρας, και είναι το καθαρό
γέννημα τού αντρός αλλά το τίκτει η γυναίκα. Ο ανδρόγυνος τής
εικαστικής τέχνης τών ελλήνων αιφνιδιάζει την αισθητική τών περιέργων,
στο βαθμό που δεν κεντρίζει τη θεωρία τών απληροφόρητων. Εν τούτοις
φανερώνει την καθάρια πορεία τών ελλήνων στις αρχετυπικές καταβολές τού
όντος.
Ζωή
και κόσμος και φύση και όν δεν σημαίνει άλλο παρά τη λειτουργία και τη
διάρκεια αυτού του διαλόγου τής ακμής. Ο Πλάτωνας και η σχολή του με την
προμετωπίδα τού γεωμετρείν ενωτισμένος αυτό το έσχατο μυστικό τής φύσης
μετάβαλε την οδό τής σοφίας τού θεού σε μέθ-οδο τής φιλο-σοφίας τού
ανθρώπου. Η διαλογική μορφή στην ελληνική φιλοσοφία δεν φανερώνει την
αυθαίρετη επινόηση μιας αυθεντίας, αλλά την αναγκαία υποταγή τού Πλάτωνα
στη γεωμετρία τού κόσμου. Φιλοσοφία στο στόμα τού ανθρώπου θα πει
διαλεκτική, όπως σοφία στο σχέδιο τού κόσμου σημαίνει διάλογος. Ίσως γι’
αυτή την αιτία ο Διάλογος τού Σολωμού, δοκίμιο για τη γλώσσα όπως λ.χ.
και ο πλατωνικός Κρατύλος, είναι γραμμένος σε διαλογική μορφή. Που
δείχνει ότι το Σολωμό έσπρωξε στη συγγραφή όχι προαίρεση αλλά ανάγκη
δημιουργίας.
Τα
δύσκολα για το δημιουργό και τα επικίνδυνα είναι να συντάξει το
στοχασμό του σ’αυτή την ακμή τής οντικότητας και να αρμονίσει την ορμή
του στον κοσμικό ρυθμό, που ανάγει την αρχή του στην ιδέα τού άναρχου
και κατάγει το τέλος του στο νόημα τής τελικότητας. Η λήψη επαφής με το
«αναιτίως αίτιον». Εάν συντελεσθεί αυτό το κοσμικό άλμα, διασπασθεί
δηλαδή το σύνορο τού νού στο μακρόκοσμο τής ιδέας – όπως διασπάζεται το
άτομο τής ύλης στην απειρότητα τού μικρόκοσμου – το ύφος τού δημιουργού
σημαδεύεται με ένα στίγμα αϊδιότητας. Ολόκληρο το κοίτασμα τής ποιητικής
μανίας μοιάζει να περιέρχεται στη διοίκηση ενός «αόρατου Μονάρχη», από
την οποία λαβαίνει το κύρος τής διάρκειας και τής σωτηρίας. Σε τέτοιες
περιπτώσεις και όταν ακόμη το ποιητικό ρήμα δεν φτάνει να παρακολουθήσει
την υλική πυράκτωση τού δημιουργού, ή φαίνεται ότι δεν φτάνει, λαβαίνει
εν τούτοις μοίρα από την αυτόφωτη φεγγοβολή τού όντος, που το σώζει
ανάμεσα στα δια-στήματα τής συνοχής και στην τάξη τών χασμάτων.
Ο
Ηράκλειτος αφήκε πίσω του σχέδια φιλοσοφίας και νεύματα λόγου, που
όμοιά τους δεν ξαναστάθηκαν στον κόσμο. Και είναι τόσο παράξενο ότι όλη
αυτή η υπέρογκη αίσθηση τού λιτού ήθους και τών πολύτιμων πετρών –
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
θα
πει κι ο Σολωμός με εκατό φωνές – σώθηκε μέσα από τις ρωγμές και τις
διαβρώσεις, τα εντάφια προσχώματα και τούς ακρωτηριασμούς, σε μια γλώσσα
αρειμάνιας απλότητας. Σκέφτηκε κανείς αρκετά, γιατί η έκφραση τού
Ηράκλειτου δεν προχωρεί πέρα από τις χειρονομίες τών βράχων; Διαβάζουμε
με συνοφρυωμένη γαλήνη τις λέξεις, που δώσανε σχήμα στο Λόγο τού
Ηράκλειτου: Φωτιά και ποταμοί, άχυρα και διαμάντια και ιερείς και
χοίροι, δημοσιές και παλιόπαιδα και ψείρες, πτώματα και λάσπη και κόπρος
και Ερινύες, ο ήλιος, ο σεληνιασμός, τού κεραυνού το δοιάκι, ο ύπνος
τής εξυπνάδας και ο βασιλιάς τού Άδη μεθυσμένος. Λέξεις πεταμένες σαν τα
σταρόσπυρα, που τα παίρνει από τ’αλώνι μαζί με τα σκύβαλα ο ζερβής
άνεμος. Εν τούτοις αυτές οι λέξεις είναι τα σύμβολα τού λόγου τού
Ηράκλειτου, που – κακά τα ψέματα – στέκουνται καρφωμένες όπως τ’αστέρια
στη μαύρη φοβέρα τ’ουρανού, για να δείχνουν τα σημάδια και το δρόμο στον
έρημο βοσκό και το λησμονημένο ναύτη. Γιατί ο Ηράκλειτος έσωσε να τις
δέσει με κείνη τη δύναμη που δένει και τ’αστέρια: Με την κινητή ακινησία
τού κόσμου.
Από
την ίδια πηγή ποτισμένο το ποιητικό ρήμα τού Σολωμού, ανάπηρο και
χασματικό σα να το κάλυψε εκ γενετής το ρούχο τής αρχαιολογικής
ευλάβειας, κρύβει γερά στα άδηλα το γνώρισμα τής μονιμότητας. Ο Πολυλάς
θα ιχνογραφήσει σε μια λακωνική πρόταση το βαθύ λόγο τής αρμονίας, που
συνέχει τη φαινομενική ανομοιότητα τού σολωμικού λόγου:
χάρις εις τη δύναμη, ίδια τού μεγάλου νοός, να εύρη το όμοιο εις τα πλέον διάφορα.
Ο
τίμιος μαθητής περιγράφει με άλλα λόγια τη δύναμη και την αγωνία τού
Σολωμού να σταθεί στο οντολογικό μεταίχμιο. Να συζεύξει την αντι-σθένεια
και τη δια-φορά τής φυής τού όντος,
ώσπερ εν πλάστιγγι ζυγού,
και
ν’ακροζυγιαστεί στο μαχαίρι τού Καιρού. Να ευρύνει τη γραμμή τής ακμής
στην απλωσιά τής διάστασης, και το ακροβατικό σημείο να το ξεδιπλώσει σε
τραγική σκηνή. Για να χορέψει ύστερα απάνου, ανάερος στη γη και στον
αγέρα ανάβαρος. Ο Σολωμός εκράτησε στιβαρά στα χέρια του τα
ισοζυγιαστήρια τού όντος, το Μηδέν και το Είναι, όπως ο Ηρακλής τα
έπαθλα και τα όπλα του, το ρόπαλο και τη λεοντή.
Αυτός
ο θεωρητικός δυισμός με τη ζεύξη τού Μηδενός και τού Είναι στο
τελεστικό δράμα τού κόσμου και στο κλητικό θέαμα τού ανθρώπου, που
οριοθετεί την ποιητική τού Σολωμού, εμφανίζεται στην οντολογία του σαν
αρχή, στην ηθική του σαν διάσταση και στην αισθητική του σαν τέλος. Ο
λόγος ενσαρκώνεται σε νόμο και το νόμο κατακυρώνει ο τρόπος. Μια
σχηματική αναφορά σε τρεις εισαγωγικές ενδείξεις είναι αρκετή να
διαγράψει την οργανικότητα και την ακολουθία αυτού τού συνόλου:
Στην
Οντολογία οι έννοιες τού Είναι και τού Μηδενός μεταβιβάζουν στις
παραστάσεις τού έρωτα και τού θανάτου το σχήμα τής ολικής αφαίρεσης στην
αίσθηση τής παγκόσμιας πληρότητας. Με τον έρωτα και το θάνατο
ιστοριέται η ιδέα τής πανεπίσκοπης εξουσίας, που ενσαρκώνεται στην
απέραντη λειτουργία τής ύλης. Η ισοδυναμία τών αντιπάλων οδηγεί σε μια
σύρραξη, στην οποία νικητής αναδείχνεται ο ηττημένος, κατά τον τρόπο που
στην τακτική τού πολέμου η υποχώρηση ημπορεί να κυκλώνει και η επίθεση
να εγκλωβίζεται. Η πορεία τού λουλουδιού προς την άνθιση είναι σύγκαιρα
κίνηση προς το μαρασμό. Το τέλος τής ακμής συμπίπτει με την αρχή τής
παρακμής. Το νόημα τής μεταβολής αναπαύεται σ’ένα ελάχιστο «μόλις», που
αποτελεί το κλειδί τού απείρου, το δείκτη δηλαδή τής αύξησης και τής
μείωσης στην ενιαία κίνηση τού όντος. Αυτό το «μόλις», που δεν είναι
άλλο από το «ωυτό» τής ηρακλείτειας οδού, γυροφέρνει μόνιμα στη μουσική
σκέψη τού ποιητή και εκφράζεται σταθερά στο στίχο τού Κρητικού:
Μόλις είν’ έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος.
Στην
Ηθική οι έννοιες τού Είναι και τού Μηδενός συμβολίζονται στις
παραστάσεις τού αγαθού και τού κακού, τα οποία καθαυτά και μονωμένα
έχουν τη σημασία μιας πέτρας στο βυθό τού Ειρηνικού, που κανείς δεν είδε
και ποτέ δεν θα ιδεί. Το νόημα αυτών τών δύο δυνάμεων ευρίσκεται μόνο
στην ασίγαστη αμάχη, που ανοίγει την άπειρη διάσταση τής ηθικής απάνου
στο ελάχιστο «μόλις» τής απόφασης. Το όσιο και το ανόσιο είναι μπλεγμένα
καθώς το νερό και το χώμα στο κορμί τού δέντρου. Αυτή την αποτρόπαιη
βούληση τού όντος ο Σολωμός την παρασταίνει πολύ σημαδιακά. Ο Λάμπρος θα
δώσει λόγο για τις ανομίες του τη Λαμπρή:
Χείλη με χείλη τότε εκολληθήκαν
Όσα εδώσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
Στού δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν.
Η
ευλογία είναι η άλλη μεριά τής κατάρας και η αμαρτία ο ίσκιος τής
χάρης. Ο αφορεσμός τής Γυναίκας τής Ζάκυθος από τη ρίζα τής πιο
μακάβριας λαχτάρας θα γίνει με το στόμα τής μάνας πάλι το Πάσχα:
Για τούτο σόδωκα την κατάρα μου γονατισμένη
και ξέπλεκη εις την πίκρα τής ψυχής μου, όταν
ασήμαιναν όλες οι εκκλησίες την ημέρα τού Πάσχα.
Στην
Αισθητική οι έννοιες τού Μηδενός και τού Είναι με το ελάχιστο «μόλις»
τής επαφής τους θα οδηγήσουν το Σολωμό στο κυνήγημα ενός εκφραστικού
τρόπου, που θα ζητήσει να θεμελιώσει το κύρος του απάνου στην περιπέτεια
μιας εφιαλτικής απροσδιοριστίας, την οποία μετά τον Όμηρο όχι μόνο δεν
παρακολούθησε κανείς, αλλά ούτε καν υποψιάστηκε. Η αναζήτηση τού «μιχτού
είδους» από τον ποιητή, τού
genere nuovo,
όπως
το ονομάζει αυτόγραφα, θα υποχρεώσει την κριτική να επιχειρήσει μια
ριζική αναθεώρηση τών εννοιών τού κλασσικού και τού ρομαντικού. Φαίνεται
ότι ο Σολωμός επροχώρησε στην περιοχή μιας αισθητικής, μάλλον
ασυνείδητα όσο τουλάχιστον αφορά το θεωρητικό μέρος, η οποία όχι μόνο
είναι διαφορετική από κείνη τής Ευρώπης, αλλά ενδέχεται να δείξει ότι
ολόκληρη η ευρωπαϊκή τέχνη αγωνιζότανε τόσους αιώνες μόνο για το είδωλο
τής Ελένης. Αυτή η αισθητική πάλη στο τέλος εσύντριψε το Σολωμό, που
βασικά δεν υπήρξε ούτε ο φιλόσοφος τής γνώσης ούτε ο νομοθέτης τής
πράξης, αλλά ο ποιητής. Νόμιμη συντριβή.
4. Αστροβολή και Πόρφυρας
Η
γαμήλια τελετή και η νεκρώσιμη ακολουθία στο έργο τού Σολωμού αποτελούν
τα δύο σήματα τού ενός μνημείου. Στη γυναίκα καθρεφτίζεται η κατάφαση
τού όντος, που σώζει το νόημά του σαν διάρκεια μέσα στη ροή. Στο μνήμα
καθρεφτίζεται η άρνηση τού όντος, που καταστρέφει το νόημά του σαν ροή
μέσα στη διάρκεια. Σ’αυτή την κοσμική διαλεκτική τής θέσης και τής
αντίθεσης ο ποιητής δεν προχωρεί στη σύνθεση αλλά στέκεται ακουμπισμένος
απάνου στην απόφαση τής αγωνίας. Η ά-στατη στάση είναι το απερίγραπτο
φιλοσοφικό μετερίζι του. Το δόγμα του ακυρώνει τα δόγματα και η βούλησή
του γεννιέται από την απόσβεση τών βουλήσεων. Το γεγονός τούτο ερμηνεύει
το γιατί ο Σολωμός κατευθύνεται στον ορισμένο σκοπό του ακολουθώντας
όμως το δρόμο, που τον απομακρύνει απ’ αυτόν. Ο πόθος τής ζωής τον άγει
στη μελέτη τού Μηδενός και ο φόβος τού θανάτου τον φέρνει στη μελέτη τού
Είναι. Η μνήμη τού φόβου και η λήθη τού πόθου είναι οι δύο τροχοί τού
ποιητικού του άρματος. Σαν την έγκυο που αγωνιά και φοβάται, ενώ
πρόκειται να γεννήσει, και σαν τούς ήρωες που χτενίζονται και
γυμνάζονται, ενώ πρόκειται να πεθάνουν.
Η
μαθητεία τού Σολωμού στο σχολείο τής φύσης τον οδηγούσε όλο και πιο
βαθειά στο μυστήριο τής απλότητας. Στη συνείδηση δηλαδή και την πίστη
ότι όσο πιο σύμμετρη και ισονομική είναι η αντίρροπη κίνηση προς τούς
οντικούς πόλους τού Μηδενός και τού Είναι, τόσο πιο ευρύχωρη διανοίγεται
η δυνατότητα τής αδυναμίας και πιο στερεός καθιδρύεται ο τόπος τής
ου-τοπίας. Αυτή η αντιφατική κατάφαση και η αρμονική αναρμοστία τού
όντος στην ανθρώπινη ζωή παρουσιάζεται με τη μορφή τής ανάγκης. Η
necessitas είναι η κασταλία κρήνη τής σολωμικής χρησμωδίας. Τη συμφωνία
τών ωρών δεν την δίνει η έννοια τού ψύχους και τού θάλπους μονωμένη,
αλλά ο δυσθέρειος χειμώνας μαζί με το δυσχείμερο θέρος. Κάθεται κανείς
δίκαια απάνου στο πετραίο μετέωρο τών Δελφών, μόνο σαν συλλογίζεται το
ήμερο πλάτωμα τής Ολυμπίας. Και τι νόημα θα είχε να περιγράψεις, πώς ο
τραγόποδος Πάνας λύνει τη ζώνη μιας λιγοθυμισμένης Δρυάδας, αν δεν είχες
γνωρίσει στο παρακείμενο σπήλαιο πώς αγριολατίζει τον ερημίτη η
σαρκοβόρα φλόγα τής ασκητείας;
Η
έννοια τής ανάγκης σαν το νοητό στίγμα και το αείροο μεταξύ ανάμεσα στο
Μηδέν και το Είναι, συγκεντρώνει και αποκεντρώνει με τον τρόπο μιας
αυτοκίνητης αρμονικής ταλάντωσης ολόκληρη την ενέργεια τής σολωμικής
ποίησης, που ορμάει στην ιδεατή σύλληψη τού όντος και επιστρέφει στην
αισθητή εμπειρία τού κόσμου. Η ανάγκη, μητέρα τού σύμπαντος και τροφός
τής ειμαρμένης, υποχρεώνει σε πειθώ και τούς ίδιους τούς θεούς κατά την
αντίληψη τών ελλήνων. Η αθέλητη ανεξαρτησία ή η αποκρουστική εξάρτησή
της από το Μηδέν και το Είναι ρίχνει τον άνθρωπο μέσα στο χάσμα τής
υπαρκτικής αποξένωσης:
Ξένος, περαστικός απάνω στη γη και στη θάλασσα είναι ο άνθρωπος.
Για την ανθρώπινη φύση η ανάγκη αποτελεί ένα απροσπέλαστο κάλεσμα απειλής, που ο άνθρωπος το κυνηγά ακολουθώντας τον Ορφέα:
στούς ατέλειωτους δρόμους τής απάτητης αβύσσου.
Εν τούτοις μαζί με το κλίμα τής αποτροπής τη συνοδεύει κι ένα μακρυνό νεύμα υπόσχεσης:
μα ωστόσο η χαρά γέμιζε τον απελπισμένο αυτόν αιθέρα.
Απάνου
σ’αυτό το οντολογικό χάσμα τής αποξένωσης ο άνθρωπος είναι προορισμένος
να ιδρύσει τις αποικίες τής παρεπιδημίας του. Ο τόπος του είναι το
Τίποτα, που προκύπτει από την εξίσωση τού Μηδενός και τού Είναι. Για τον
άνθρωπο η άγρυπνη Κόλαση δεν έχει δύναμη, αλλά και η Παράδεισο στέκεται
μακρυά και πέρα. Έτσι, που προβάλλει ανάμεσα στο χάσμα η διάσταση τής
ύπαρξης ολόκληρη και ανώλεθρη, καθώς η ελπίδα σωτηρίας ανάμεσα στο
συγκρουόμενο χάσμα τών Συμπληγάδων. Ο τόπος τού ανθρώπου δεν είναι ο
τόπος ούτε τού Μηδενός ούτε τού Είναι, αλλά ο ιδικός του τόπος.
και σύ σ’εσέ ‘χεις μέρος.
Αυτός
ο στίχος τού Πόρφυρα περικλείνει σ’ένα μυσταγωγικό λόγο πανηγυρικής
φρίκης την ελάχιστη αλλά και την απόλυτη οντολογική βεβαιότητα τού
ανθρώπου. Χωρίς νάναι αναπόδεικτη πίστη ή αποδειγμένη απιστία έχει το
νόημα μιας υπερβατικής εμπειρίας ότι ανάμεσα στούς παντοδύναμους
χειμώνες ακατάλυτη θα ανοίγει η άνοιξη. Το ίδιο νόημα αλλοιώς
εμφανίζεται στο Σολωμό με το δράμα τού ιστορικού ανθρώπου γενικά, όπως
σαρκώθηκε στο Μισολόγγι:
Χάσμα σεισμού που βγάν’ ανθούς και τρέμουν στον αέρα.
Από
τον ετοιμοθάνατο στρατιώτη τού Σολωμού, που κολυμπάει μαζί με την ωμή
απειλή τού καρχαρία, τινάζεται τόση λάμψη και μοσκόβολια ζωής, όση
αναδίνεται ωχράδα και αοσμία από τον έφηβο Σικελιανό, ο οποίος κι αυτός
κολυμπάει στ’ ανοικτά τού Ιόνιου – σαρκαστική σύμπτωση – μαζί με τα
πλαστικά καμώματα τών δελφινιών του. Το αβυσσαλέο ρίγος που ένοιωσε στο
κοσμικό λουτρό του, όπως λέγει ο ίδιος ο Σικελιανός, δεν φανερώνει τη
γνώση που καίγεται και φωτίζει, αλλά μόνο τη χαλαρότητα τής σχέσης
ανάμεσα στη φαντασία και τη ζωή, ανάμεσα στην ποίηση και την αλήθεια. Το
σχετικό βίωμα τού Σολωμού και ο τρόπος τής καλλιτεχνικής του
μεταστοιχείωσης δείχνει ότι η απόστασή του από το Σικελιανό είναι
απόσταση μιμητή και δημιουργού ή δημιουργού και φυτουργού. Και αν
χρησιμοποιήσει κανείς σολωμικές βαθμίδες, είναι απόσταση σοφολογιώτατου
και Μάρκου Μπότσαρη ή Μάρκου Μπότσαρη και ουρανού.
Στον
Πόρφυρα η ανάγκη, η κράση δηλαδή τού Μηδενός και τού Είναι στην
απερινόητη διάσταση τού οντολογικού στίγματος, ερμηνεύεται με τη Στιγμή,
στην οποία δίνει μορφή το φως τής αστραπής.
Άστραψε φως κι εγνώρισεν ο νιός τον εαυτό του.
Ημπορεί
ο άνθρωπος να εντάξει τη ζωή του στα όρια αυτής τής στιγμής; Να ανοίξει
τη στιγμή σε διάσταση ή να πυκνώσει τη διάσταση σε στιγμή; Να στίξει τη
ζωή του ή να χρονώσει τη στιγμή του; Ένας σολωμικός στίχος αναγνωρίζει
αυτή τη δυνατότητα:
Κι έζησε ζωή ατέλειωτη σε μια στιγμή.
Την
έννοια τής στιγμής το κλασσικό πνεύμα την έδωκε με την κόψη τού
μαχαιριού. Στην Ολυμπία, στο προαύλειο τής παλαίστρας, υπήρχε ένα
ανάγλυφο τού Καιρού, που σήμερα φυλάγεται σε κάποιο μουσείο τών
δαλματικών ακτών. Αυτό το ανάγλυφο παράσταινε τον Καιρό να κρατάει στο
χέρι του ένα κοφτερό μαχαίρι. Σ’ένα επίγραμμα τού Ποσείδιππου ο Καιρός
ρωτιέται από κάποιο θεατή για το νόημα αυτού τού σύνεργου, κι εκείνος
εξηγεί:
- Χειρί δε δεξιτερή τι φέρεις ξυρόν;
- ανδράσι δείγμα ως ακμής πάσης οξύτερος τελέθω.
Αυτή
η ακμή τού ξυρού, για την οποία ο Σολωμός μίλησε ρητά στούς πρώτους
στίχους τού Ύμνου εις την Ελευθερίαν, αποτελεί το σύμβολο τής οντολογίας
του. Και καθώς φαίνεται κάποια χθόνια οικονομία πραγμάτων, το ίδιο το
μυστικό πνεύμα τής φυλής, διόρισε να καθιερωθεί η αρχή αυτού τού
ποιήματος σαν εθνικός μας Ύμνος. Γιατί σε καμμιάς χώρας τον εθνικό Ύμνο
δεν θα βρεθούν φιλοσοφικώτεροι στίχοι από αυτούς:
Σε γνωρίζω από την κόψη
Τού σπαθιού την τρομερή.
Η
κόψη τού σπαθιού υπάρχει στο κέντρο και τής ποίησης και τής ζωής τού
Σολωμού. Πέρα από τον Ύμνο εμφανίζεται στο έπος τού Μισολογγιού, σαν η
ακμή τής Εξόδου, η οποία νοηματοδοτεί τη θέση και τών ελεύθερων και τών
πολιορκισμένων. Εμφανίζεται στον Πόρφυρα σαν το φως τής αστραπής, που
φέρνει τον άνθρωπο σε συνολική και πλέρια επαφή με το όν. Εμφανίζεται
ακόμη και στον Κρητικό σαν η κόψη τών κυμάτων, απάνου στα οποία
περιπατεί η φεγγαροντυμένη. Η ίδια η ζωή τού ποιητή μοιάζει με φοβερό
πυρρίχιο απάνου στην κόψη τού μαχαιριού: Ο Σολωμός βίωσε το ’21 βαθύτερα
από κάθε πολέμαρχο, αλλά δεν επολέμησε. Αγάπησε τη Ζάκυνθο περισσότερο
από τη μοναξιά του, αλλά έζησε μακρυά της. Ονειρεύτηκε την Ελλάδα ημέρα
και νύχτα, αλλά ποτέ δεν την είδε. Εξύμνησε τη γυναίκα, καθώς ο Δαβίδ
την αμαρτία του, αλλά έμεινε έρημος. Ο Σολωμός τέλος υπερέτησε την
ποίηση μια ολόκληρη ζωή, αλλά ένα ολόκληρο ποίημα δεν έδωκε. Η τραγωδία
τής αισθητικής του, ο αγώνας του να δημιουργήσει το «μιχτό είδος»
δείχνει με πόση αγωνία περιπάτησε απάνου στην κόψη τού σπαθιού. Ούτε
στην αποδώ ούτε στην αποκεί πλευρά τής λαγκάδας, αλλά στον ίλιγγο τού
χάους, κατ’ευθείαν.
Στον
Πόρφυρα, ποίημα καθαρά φιλοσοφικό, με τη Στιγμή συμβολίζεται η ανύψωση
στην αναγνώριση τού κόσμου, στην οποία όμως ημπορεί να φθάσει μόνον
εκείνος, που η βούληση ή η μοίρα του τον οδήγησε στην άρνηση τού κόσμου.
Την κλίμακα τής καταφάσκουσας βούλησης ο χαροκόπος μόλις που την
πατάει, ο μελλοθάνατος όμως την ανεβαίνει ως το τέλος. Εάν με το Λάμπρο ο
χαροκόπος δεν υποψιάστηκε καθόλου το μελλοθάνατο, και αν με το
Μισολογγίτη ο μελλοθάνατος λαχτάρησε τόσο τον χαροκόπο, ο Πόρφυρας
ισοζύγιασε το βάρος τών δύο αντιθέσεων στην ισορροπία τής επίπονης
στιγμής. Ο στρατιώτης τού Πόρφυρα είναι σύγκαιρα χαροκόπος και
μελλοθάνατος. Αυτός ο αστραφτερός έφηβος συνενώνει «εξαίφνης» το Είναι
και το Μηδέν, πραγματοποιεί σε μια πλήρη στιγμή την επαφή τού φόβου και
τού πόθου, τής μνήμης και τής λήθης. Είναι η ερωτική κρούση, που γεννάει
το φως τής αστραπής. Δεν είναι φως τού ήλιου, το φως τής αστραπής. Τα
χάσματα το γεννούν και τα σκοτάδια λάμπει. Ο κολυμπιστής στρατιώτης
είναι σφηνωμένος στα σαγόνια τού καρχαρία στο βαθμό που είναι πλεγμένος
με τούς μηρούς τής Κυμοθόης:
«Φιλώ τα χέρια μ’ και γλυκά το στήθος μ’ αγκαλιάζω».
Αυτός
είναι ο πιο απλός κι ο πιο βαθύς στίχος τού Σολωμού, τον οποίο ημπορεί
κάπως να φωτίσει το παράδειγμα δύο ερωτευμένων με την άπειρη αγωνία να
γλυστρίσουν ο ένας μέσα στον άλλο τόσο, ώστε να δημιουργηθεί η νέα
διάσταση, που ζωοποιείται από την ακύρωση τών παλαιών όρων, από την άρση
τής διάκρισης και το σβήσιμο τού χάσματος μέσα στην αστραπή τού όντος.
Αυτή είναι η διάσταση τής ταύτισης, όπου τα δύο γίνονται ένα, καθώς η
αρχανδρική εικόνα τού Αδάμ, που μέσα της είχε και την Εύα. Ο έφηβος τού
Πόρφυρα, σαν το νεκρό Άδωνι στην αγκαλιά τής πικροκυματούσας Αφροδίτης
απομένει στο τέλος ένα απομεινάρι αλλά θαυμαστό, ένα μεγαλείο αλλά
έρημο. Ο Rilke γράφει ότι σ’εκείνη τη βραγιά τής θάλασσας που γεννήθηκε η
Αφροδίτη, υγρή σαν τη στάλα και ευωδερή σα σημύδα, το πέλαγο ξέβρασε
ένα δελφίνι, άψυχο, ανοιχτό και κόκκινο. Σαν την πορφύρα.
Όμορφε ξένε και καλέ, και στον ανθό τής νιότης,
Άμε και δέξου στο γιαλό τού δυνατού την κλάψα.
Τού
δυνατού την κλάψα στο γιαλό. Κάποιος δυνατός από τούς μυθικούς χρόνους
μελετάει τη ζωή, που ξαφνικά γκρεμίζεται μέσα στην έκπληξη τού θανάτου,
και κλαίει περιπατώντας
παρά θίν’ αλός ατρυγέτοιο.
Και οι ποιητές δουλεύουν αιώνια αυτό το λατομείο τού θρήνου σε μουσικά αγάλματα.
1. Το νέο είδος
Νόμιμος
δρόμος μονάχα ένας ημπορεί να οδηγήσει στην αισθητική τού Σολωμού. Ο
δρόμος αυτός πηγάζει από τη θεωρία του για την οντολογική πραγματικότητα
και εκβάλλει στην απόπειρά του για την καλλιτεχνική πραγμάτωση. Η
θεωρία τού ποιητή ορίζει μια τοπογραφική χάραξη ανάμεσα στην κοφτερή
διάσταση τού Μηδενός και τού Είναι. Η απόπειρά του εκδιπλώνει μια πορεία
ισορροπίας, μια οριζόντια αναρρίχηση απάνου σ’αυτή τη στιγμική ροή, που
δεν την παρασταίνει το ύψος μιας κορφής αλλά το μήκος ενός ύψους. Η
προσπάθεια τού Σολωμού να κάμει τέχνη δεν σημαίνει τίποτ’ άλλο, πέρα από
την αγωνία του να δώσει μια εικόνα τής ζωής τού ανθρώπου, που να
αποδίδει με τη μεγαλύτερη υψηλή πιστότητα την παράσταση τού ρυθμού τού
κόσμου. Με άλλους λόγους σύμφωνα με την ποιητική τού Σολωμού ποίηση
είναι η περιγραφή τής εμπειρίας τού ανθρώπου εκείνου, που κινιέται
απάνου στην ακμή τής Εξόδου και στην κόψη τού σπαθιού. Η εμπειρία
αναφέρεται στη βιοτική γνώση τού κινδύνου μπροστά στην κρούση με την
αντίφαση τού κόσμου. Στην αφανιστική δηλαδή συνείδηση τού ανθρώπου, που
συνοδεύει την αναμέτρησή του με την οντολογική λήθη. Η περιγραφή
αναφέρεται στη μορφική κατάκτηση τού καθαρμού, που συντελέσθηκε κατά τη
διέλευση από την κοσμική κάμινο. Στη λυτρωτική δηλαδή παράσταση τού
ανθρώπου, που καθρεφτίζει την επιβίωσή του μέσα στην αισθητική α-λήθεια.
Σύμφωνα
με τη θεωρία αυτή προκειμένου για την ποίηση ο κόσμος προηγείται και ο
άνθρωπος ακολουθεί, το ποιητικό ρήμα προϋποθέτει το φυσικό νόημα και τα
όρια τής δημιουργικής συνείδησης προδιαγράφουν τον ορίζοντα τής
δημιουργικής βούλησης. Η απόκριση τού Σολωμού στο Monti, ότι πρώτα
συλλαβαίνει με δύναμη ο νους και ύστερα αισθάνεται με θέρμη η καρδιά,
φανερώνει ενωρίς ένα σαφή αισθητικό προσανατολισμό, στον οποίο θα
κινηθεί, διανοίγοντας και το δρόμο, χωρίς να ενδώσει ποτέ στην
ανακούφιση τών αποκλίσεων.
Η
δυσχέρεια αυτής τής ποιητικής ευρίσκεται στην αδυναμία εκλογής, στην
δυσκολία εύρεσης τού τρίτου ανάμεσα στη διπολική συσχέτιση τού όντος,
που γεννιέται από τη σύμ-φυση τού Μηδενός και τού Είναι. Πώς ημπορεί να
φανερωθεί το γνήσιο τρίτο ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, ανάμεσα στην
πέτρα και τη στέρνα, ανάμεσα στού λίκνου τη σιωπή και στο τραγούδι τού
κύκνου! Απάνου σε μια τέτοια βάση – και είναι η μόνη φυσικά νόμιμη – η
ποίηση αναγκάζεται και προσκαλείται να χρησιμοποιήσει σαν υλικό την
κατάφαση τής άρνησης, να πατήσει στο κενό και να φυτέψει το χάσμα. Με
ένα λόγο τη λειτουργία της καθορίζει η ανάγκη να προσδιορίσει ανθρώπινα
τη φυσική απροσδιοριστία. Όργανο τού ποιητή είναι ένας τρίτος όρος, ένα
τρίτο χέρι, που ενώ τού λείπει αλλά και δεν τον χρειάζεται, τον κερδίζει
χάνοντας τούς δύο όρους, που και έχει και τούς χρειάζεται. Οι στίχοι
τού Ελύτη:
Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι
στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι,
γραμμένοι
εκατό χρόνια από το θάνατο τού Σολωμού αποτελούν το πρώτο ώριμο
ερμηνευτικό σχόλιο στην αισθητική του σαν ανυποψίαστη αναφορά
ευχαριστίας και μνήμης. Εκείνο που εδώ δηλώνεται ασυνείδητα, το
φανερώνουν συνειδητά δύο άλλοι στίχοι τού Ελύτη από το ίδιο έργο:
Όπου και να σάς βρίσκει το κακό, αδελφοί,
όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό.
Δύο
υποθήκες εις εαυτόν που κάνει ο Σολωμός στούς Ύμνους είναι σημαντικές
τής σταθερής ιδέας του να συντονίσει όσον ημπορεί πιο ταιριαστά τον
ειρμό τής ποίησης με το ρυθμό τής φύσης. Η πρώτη σημείωση αναφέρεται
στην ποιότητα τής δύναμης, που πρέπει να βρίσκεται πίσω από το πάθος και
τη φαντασία τού ποιητή. Η δύναμη αυτή για νάχει τη φυσικότητα που
διαρκεί και την αλήθεια που σώζει, πρέπει να πηγάζει από το αφανές
κοίτασμα τού κοσμικού μυστικού, που δουλεύοντας βαθειά και στο μυχό τής
φύσης δεν φέρνει ποτέ στην επιφάνεια τις μορφές τής λειτουργίας και την
ειδή τού έργου της. Ο θαυμασμός τού ποιητή μπροστά στο ανθισμένο πέλαγος
ή στην κηδεία τών άστρων, όσο μεγάλος κι αν είναι, δεν αρκεί να
γεννήσει ποίηση, να δημιουργήσει δηλαδή εκείνο το έργο, που μέσα του
υπάρχει το άλας και το φως. Αν δεν είχαν τα πράγματα έτσι, ένα απλό και
μακρόσυρτο επιφώνημα έκπληξης θα είχε ενταφιάσει μια και καλή ολόκληρη
την τέχνη στην ασφάλεια τού μουσείου. Αλλά δεν φθάνει ο θαυμασμός
μονάχα. Η φαντασία και το πάθος είναι το πρώτο σείσμα, η πύλη που
ανοίγει στον ποιητή την απέραντη διάσταση τού καιρού και τού κόπου. Το
νόημα τής τέχνης το αποκαλύπτει η διαδικασία τής μύησης τού ποιητή στην
αφανή λειτουργία τής φυσικής επιφάνειας. Η διείσδυσή του δηλαδή στο
λειτουργικό πλέγμα τής υπομονής τών φαινομένων, η συναρπαγή και η άφεση
στα νήματα τής πάνσοφης ανάγκης, η μέθεξη στην οικονομία τού αστείρευτου
γίγνεσθαι, το αργό και βαθύ χώνεμά του με την υφή τής παγκόσμιας
τελετής, που παίζει στα λεπτά μουσικά της δάκτυλα το παιχνίδι τής
πολεμικής ευγονίας. Τέτοιου ποιού κοσμική πείρα χρειάζεται, για να
μεταμορφωθεί η φαντασία και το πάθος σε δύναμη τέχνης. Και εδώ
εντοπίζεται η μεγάλη δυσκολία:
Η δυσκολία την οποία αισθάνεται ο συγγραφέας (ομιλώ για τον μεγάλονσυγγραφέα) δεν στέκει εις το να δείξει φαντασία και πάθος, αλλά εις τονα υποτάξη αυτά τα δύο πράγματα, με καιρό και με κόπο, εις το νόηματής τέχνης.
Η
δεύτερη σημείωση αναφέρεται στο ποιό τής ενέργειας, που πρέπει να
εκπέμπει το συντέλεσμα τής ποιητικής έκφρασης. Εδώ ο Σολωμός διατυπώνει
μια αισθητική γνώμη, που, αν αντιπαραβληθεί στο ανάλογο σύστοιχο τής
επιστήμης, μοιάζει να υιοθετεί τούς βασικούς νόμους τής κλασσικής
φυσικής, που περιχωρούνται όμως σε μια ευρύτερη κβαντική σύλληψη. Η
θεώρηση δηλαδή τής μηχανικής νομοτέλειας περιέχεται στην πλατύτερη αρχή
τής απροσδιοριστίας:
Πίστευσέ μου, Διδάσκαλε, η αρμονία τού στίχου δεν είναι
πράγμα όλο μηχανικό, αλλά είναι ξεχείλισμα τής ψυχής.
Η
διαφορά ανάμεσα στο μηχανικό πράγμα και στο ξεχείλισμα τής ψυχής πρέπει
να αναζητηθεί πέρα από την τυπική διάκριση τού στατικού και τού
δυναμικού πεδίου. Παράσταση τού μηχανικού πράγματος ημπορεί να μάς δώσει
η τάξη τών φαινομένων, που λιγώτερο ή περισσότερο γίνεται αλωτή από την
εμπειρική μας σκευή. Η ώρα που θολώνουν τα νερά είναι ορισμένη, στην
Αλάσκα δεν πρασινίζει ο φοίνικας ποτέ, και ο ήλιος πάντα βασιλεύει τον
Ιούνιο στη δύση τών Διδύμων και το Δεκέμβρη βγαίνει στην ανατολή τού
Τοξότη. Αυτή η μηχανική νομοτέλεια καθρεφτίζει την τάξη τού κόσμου,
φανερώνει την αιτία και τη συνέπεια, την ορισμένη σχέση τών δυνάμεων,
την τακτική οικονομία τών μορφών και την άκαμπτη πειθαρχία τών
πραγμάτων. Μηχανική αρμονία για το Σολωμό σημαίνει το καθεστώς μιας
αυτόνομης απειρότητας πολυειδειών, που εξαντλείται όμως στη «θεωρία»
του. Εάν η ποίηση θεωρούσε περατωμένο το έργο της στην περιγραφή αυτής
τής «θεωρίας», δεν θα μάς έδινε τίποτα περισσότερο από τη σπουδή ενός
δένδρου, ενός λίθου ή ενός ανθρώπου. Η σπουδή όμως τής φιλύρας γίνεται
από τη φυτολογία, τού αμέθυστου από τον ορυκτολόγο και τού επαίτη από
τον άμβωνα. Σε περιγραφές τέτοιας λογής είναι νόμιμο ν’αναζητιέται η
μηχανική αρμονία.
Αντίθετα,
το ξεχείλισμα τής ψυχής προϋποθέτει ένα είδος μετάστασης από τη φυσική
θεωρία στην ανθρώπινη α-πορία. Στην ήσυχη αναμονή τών φαινομένων
αντι-στέκεται ανήσυχη η επιμονή τού ανθρώπου. Η αινιγματική αδιαφορία
τού κόσμου προσβάλλεται μετωπικά από την οργή τής ανθρώπινης μέριμνας,
την οποία δεν γεννάει η βουλιμία τής αρπαγής αλλά η πρόνοια τής
σωτηρίας. Καθένας γνωρίζει ότι στη φύση η ισορροπία τών φαινομένων
οφείλεται στην εναντιοτροπία τών αφανών. Η εποχή τής ειρήνης κρύβει μέσα
της τον αντίστοιχο χρόνο πολέμου, που βρέμει και μαίνεται στον αχανή
θύλακο τής κοσμικής μήτρας. Η αέναη δράση τής γέννησης και τής φθοράς
συντάσσεται στη διάταξη μιας ισόρροπης σύνθεσης, που ξεχειλίζοντας
χύνεται στον κόσμο τών φαινομένων σαν ιδέα αρμονίας. Έτσι λ.χ. την ιδέα
τής αρμονίας ενός δένδρου ακέραιη την δίνει η έγκαιρη μόνο παράσταση τής
άνθισης και τού μαρασμού του. Αυτή η έγκαιρη παράσταση κρύβει το
μυστικό τής ζωής προκειμένου για το δένδρο ή το μυστικό τής αρμονίας
προκειμένου για τον κόσμο. Κατά το Σολωμό η αρμονία τού ποιήματος
πηγάζει από ένα ανάλογο ξεχείλισμα. Στο ρυθμό τού στίχου μεταγγίζεται ο
ρυθμός τής φύσης με τη διάρκεια και τη ζωή, που τον συνοδεύει.
Το
ξεχείλισμα τής ψυχής δηλαδή, που δίνει την αρμονία τού στίχου,
καθρεφτίζοντας το ξεχείλισμα τής φύσης, που δίνει την αρμονία τών
φαινομένων, δεν είναι ούτε η «δυνάμει» ούτε η «ενεργεία» κατάσταση τών
πραγμάτων, ούτε η ουσία ούτε η λειτουργία τους. Είναι κάτι ενδιάμεσο
ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες, που αιρείται και αναιρεί ταυτόχρονα,
δέχεται και αρνιέται έγκαιρα την αντίθεσή τους. Την συναιρεί δηλαδή στην
απροσδιόριστη αναζήτηση ενός τρίτου. Αυτό το υλομορφικό τρίτο είναι η
περίφημη έννοια τής «κατ’ ενέργειαν ουσίας», την οποία ο Σολωμός
δανείσθηκε από τον Αριστοτέλη, και την ποιητική της σήμανση την έδωκε με
την κόψη τού σπαθιού και την ακμή τής Εξόδου.
Ολόκληρη
αυτή η φιλόσοφη Τρωάδα, που περιγράφει την πνευματική συμπεριφορά τού
Σολωμού σαν πιστή μαθητεία στη φύση και πικρή αναμέτρηση με τη μοίρα,
προκειμένου για το αντίκρυσμά της στην αισθητική, βρήκε τη μορφή της στο
περιώνυμο αίτημα τού τρίτου είδους. Το είδος τούτο αυτόγραφα ονομάζεται
genere nuovo, στις επιστολές νέο είδος, και στούς Στοχασμούς είδος
μιχτό, αλλά νόμιμο. Αυτό το τρίτο είδος, το αποκαλυπτικό στη σύλληψη, το
απροσδιόριστο στην υφή, το παράλογο στην κατανόηση, και το καταστροφικό
στην πραγμάτωσή του, αποτελεί την πέμπτη ουσία τού σολωμικού
φαινομένου. Στη ζωή του στάθηκε ο μαύρος... ήλιος και στην τέχνη του ο
τύραννος – λυτρωτής.
Πόσο χαίρομαι, που δε σε βασανίζει ο στοχασμός κανενός νέου είδους,
έγραφε
αρκετά πρώιμα στο φίλο του Μαρκορά. Συγχαρητήριος συλλογισμός, που λίγο
– πολύ θάστεκε νάχει αποδέκτες όλους τούς συγκαιρινούς και τούς
κατοπινούς του ομότεχνους. Χωρίς αυτό το πρωτοστοιχείο δεν ημπορεί να
κατανοηθεί ούτε η λάμψη τής πρόθεσης, ούτε η συντριβή τής απόπειρας,
ούτε η έκταση τής μοναξιάς, ούτε η διάρκεια τής νομοθεσίας του. Το τρίτο
είδος είναι ο ανθός τού τρόμου στη χασματική περίπτωση τού Σολωμού.
Σ’έναν από τούς στοχασμούς ο ποιητής μάς δίνει μια πληροφορία, σύμφωνα
με την οποία το νέο είδος είναι μια τρίτη νόμιμη αισθητή στάση, που
γεννιέται από τη σύνθεση τού ρομαντικού και τού κλασσικού τρόπου. Για
την προσπέλαση επομένως τού τρίτου είδους είναι ανάγκη να μελετήσει
κανείς το κλασσικό και το ρομαντικό και την αντίληψη τού Σολωμού για
αυτές τις δύο βασιλικές τροπές τής τέχνης ή τις κυρίαρχες στάσεις τής
ζωής.
Τι είναι
το κλασσικό; Τι είναι το ρομαντικό; Για να δοθεί απόκριση σ’αυτή τη
διπλή ερώτηση, όπως τουλάχιστον σχεδιάζεται και αποκοτιέται εδώ,
προϋποτίθενται δύο κύριες πηγές στον ερμηνευτικό προσανατολισμό: Πρώτα
μια φιλοσοφία τού σφυριού, καθώς την εδούλεψε το μαρτυρικό πνεύμα τού
μεγάλου Nietzsche, κι ύστερα οι σύγχρονες έρευνες τής μικροφυσικής, που
υποχρέωσαν κάποτε το Heisenberg να στραφεί και να ρωτήσει τη φύση, μήπως
είναι τρελλή. Και οι δύο μάς εξήγησαν, γιατί πεθαίνουν οι πολιτισμοί
και πώς ξαναρχίζει η ανθρώπινη δημιουργία. Ο Σολωμός, ενώ παντού στάθηκε
αλάθητος, ανθρώπινα αλάθητος, όταν δοκίμασε να εφεύρει το τρίτο είδος
και να το εφαρμόσει στην ποίηση, έκαμε το μεγάλο λάθος. Ένα λάθος τόσο
δραστικό, που κατάστρεψε όλο το έργο του. Μοιραία θυμάται κανείς τα
λόγια που ψιθύρισε σιγά ο Ναπολέων:
Αν είχα κερδίσει στο Waterloo!
Εν
τούτοις έχει και το λάθος τη δική του φιλοσοφία. Ίσως μάλιστα το λάθος
νάναι η βαθύτερη ουσία, η αόρατη όψη τού ορθού: Θα υπήρχε άραγε η
ανάσταση τού Διδάσκαλου χωρίς την προδοσία τού Μαθητή; Και ποιος ξεύρει,
αν είχε μείνει ανίκητος ο Αλέξανδρος, αν δεν είχε κάνει το μέγα λάθος
να πεθάνει στα τριαντατρία του! Από την άλλη πλευρά λάθη ανυποψίαστα
συγκόμισαν ανεκτίμητα κέρδη. Ο Αισχύλος κίνησε για να πεθάνει στο
Μαραθώνα, κι έφτασε να δημιουργήσει τη μεγάλη τραγωδία. Σύμφωνα
τουλάχιστον με το νόημα τής επιγραφής τού τάφου του. Κι ο Κολόμβος
κυνηγώντας τις Ινδίες ανακάλυψε την Αμερική. Λάθος 180 μοιρών.
Κοντολογής θάταν για μεγάλη δυστυχία μας, αν η μούχλα είχε προκαλέσει
στο Fleming το αίσθημα τής αηδίας και τής σιχασιάς. Ένα παρόμοιο λάθος
φαίνεται νάκαμε κι ο Σολωμός κυνηγώντας το τρίτο είδος. Γιατί
προκειμένου να φτάσει στη γέννησή του, οδήγησε σε γάμου κοινωνία δύο
παράταιρα πράγματα: Το κλασσικό και το ραμαντικό. Ζευγάρωμα αφύσικο για
τούς εξής λόγους:
Το
ρομαντικό δεν είναι ούτε το αντίθετο ούτε το αντίστοιχο τού κλασσικού.
Εάν το κλασσικό είναι ένας ακέραιος και αυτοδύναμος τρόπος τέχνης ή μια
σύνολη και χωρίς χάσματα στάση ζωής, δεν συμβαίνει το ίδιο και με το
ρομαντικό. Γιατί το ρομαντικό είναι η συνιστώσα και όχι η συνισταμένη
τής τέχνης και τής ζωής. Η σχέση δηλαδή τού κλασσικού και τού ρομαντικού
είναι σχέση υπαλληλίας και όχι παραλληλίας. Το κλασσικό απλώνεται στην
έκταση τού γένους, ενώ το ρομαντικό δεν ξεπερνάει την περιοχή τού
είδους. Το τελευταίο περιέχεται στο πρώτο, όχι όμως και αντίστροφα. Το
αντίστοιχο τού ρομαντικού τής ευρωπαϊκής κουλτούρας είναι το διονυσιακό
τού κλασσικού πολιτισμού. Αλλά ποιο είναι το αντίθετο τού ρομαντικού
στην ευρωπαϊκή κουλτούρα, κατά την έννοια που το αντίθετο τού
διονυσιακού στον κλασσικό πολιτισμό είναι το απολλώνειο; Εδώ η απάντηση,
που δεν εδόθηκε ποτέ από τη φιλοσοφική καλολογία, οφείλεται στο γεγονός
ότι ποτέ δεν ετέθηκε και το ερώτημα. Γιατί, εάν είχε τεθεί αυτό το
ερώτημα τής αντίθεσης, αναγκαία θα είχε τεθεί και το ερώτημα τής
αντιστοιχίας: Ποιο είναι δηλαδή το αντίστοιχο τού απολλώνειου στην
ευρωπαϊκή κουλτούρα, κατά την έννοια που το ρομαντικό είναι το
αντίστοιχο τού διονυσιακού στον κλασσικό πολιτισμό;
Το
γεγονός ότι η επιστήμη τής Αισθητικής δεν αναζήτησε ποτέ μέσα στις
δομές τής ευρωπαϊκής τέχνης το αντίστοιχο τού απολλώνειου και το
αντίθετο τού ρομαντικού δεν αποκαλύπτει απλώς τη μεθοδολογική της
αναπηρία, αλλά αποδεικνύει κύρια και τη σύγχυση, που έχει προκληθεί
ανάμεσα στη σχέση τού κλασσικού πολιτισμού και τής ευρωπαϊκής
κουλτούρας. Το αποτέλεσμα τής σύγχυσης αυτής θεωρητικά έλαβε το
παραπλανητικό σχήμα ενός συνόλου στο οποίο, αφού κακοποιήθηκαν βάναυσα
οι φυσικές συνιστώσες και οι ιστορικές συντεταγμένες, απόμειναν μόνο οι
δύο αφύσικες και αλλοιωμένες έννοιες τού ρομαντικού και τού κλασσικού,
που βρίσκονται μεταξύ τους σε μια άγονη διαλεκτική ανταπόκριση, όμοια με
το μάταιο ζευγάρωμα ενός ευνουχισμένου λύκου και μιας στέρφας σκύλας.
Οι πρακτικές όμως συνέπειες αυτής τής πλάνης, πέρα από κάθε σαρκαστική ή
παράμορφη περιγραφή, καθρεφτίζονται συντριμματικά στην κακοδαιμονία τής
εποχής και στην εφιαλτική θέση τού σύγχρονου ανθρώπου. Αυτό το
αντίστοιχο τού απολλώνειου και το αντίθετο τού ρομαντικού μέσα στην
ευρωπαϊκή κουλτούρα το ονομάζουμε, στην προσπάθειά μας να ξεφύγουμε
γενικά από την αδράνεια τής πόλωσης και να αντιληφθούμε ειδικά το σφάλμα
τής σολωμικής αισθητικής, κλασσικιστικό.
Εάν
δεχθεί κανείς το κλασσικιστικό σαν την ορισμένη υποκατάσταση τού
αρχαίου απολλώνειου, στον τρόπο που δέχεται το ρομαντικό σαν την
ορισμένη υποκατάσταση τού αρχαίου διονυσιακού, τότε αναδύονται αβίαστα
οι αντιθετικές συνιστώσες τής ευρωπαϊκής κουλτούρας, που αντιστοιχούν
αναγωγικά στις αντιθετικές συνιστώσες τού κλασσικού πολιτισμού. Σύμφωνα
με τα δεδομένα αυτής τής δομικής σύστασης η ευρωπαϊκή κουλτούρα προήλθε
από την κράση τού ρομαντικού και τού κλασσικιστικού, όπως ακριβώς και ο
κλασσικός πολιτισμός γεννήθηκε από τη σύνθεση τού διονυσιακού και τού
απολλώνειου. Λέγοντας επομένως κλασσικό εννοεί κανείς εκείνη την ενιαία
πολιτισμική απορροή, που σχηματίσθηκε από το διονυσιακό και το
απολλώνειο σε μια συνομιλία πρωτογενούς ποιού. Αντίστοιχα την ενιαία
πολιτισμική απορροή, που σχηματίσθηκε από το ρομαντικό και το
κλασσικιστικό σε μια συνάντηση δευτερογενούς ποιού, ημπορεί κανείς να
την ονομάσει ευρωπαϊκό. Η εικόνα μιας τέτοιας συστατικής περιγραφής
εμφανίζει τις ακόλουθες συσχετικές ενδείξεις: Το ευρωπαϊκό αντιστοιχεί
και υποκατάστησε το κλασσικό, το ρομαντικό αντιστοιχεί και υποκατάστησε
το διονυσιακό, και το κλασσικιστικό αντιστοιχεί και υποκατάστησε το
απολλώνειο.
Με
βάση αυτή την παράσταση τής πολιτισμικής γενετικής το λάθος τού Σολωμού
στην αναζήτηση τού τρίτου αισθητικού είδους έγκειται στο ότι ανάμειξε
τούς συστατικούς και τούς συνεστημένους όρους. Το νέο είδος έπρεπε να το
αναζητήσει είτε ανάμεσα στο ρομαντικό και το κλασσικιστικό, όπως έκαμαν
οι τρεις μεγάλοι ποιητές τής Ευρώπης (Dante, Shakespeare και Goethe),
είτε ανάμεσα στο κλασσικό και το ευρωπαϊκό, όπως δεν έκαμε κανένας ακόμη
ποιητής, πράγμα που φανερώνει, πως η ποιητική παρουσία τού Σολωμού
εναυάγησε αβύθιστη στα άδηλα τού μέλλοντος.
Δημοσίευση σχολίου