Στα γεύματα και στα δείπνα τα τραπέζια ήταν γεμάτα με ψωμί, με κρέατα και χορταρικά, κι ακόμη με ελιές, πίτες, γλυκίσματα και φρούτα.
Φυσικά και με άφθονο κρασί. Από τα όσπρια, γνωστά στους αρχαίους ήταν τα φασόλια, οι φακές, τα ρεβίθια (που τα προτιμούσανε ψημένα), τα μπιζέλια και τα κουκιά, που τα ‘τρωγαν, συνήθως, σε πουρέ (έτνος). Για το έτνος, δηλαδή τη σημερινή φάβα, ξετρελαινόταν ο Ηρακλής, και ο Αριστοφάνης δεν χάνει την ευκαιρία να τον σατιρίσει:
Ήρθες, αγαπητέ Ηρακλή; Πέρασε μέσα.
Η Περσεφόνη μόλις έμαθε ότι έφτασες,
αμέσως βάλθηκε να ζυμώνει καρβέλια,
έβαλε δυο τρεις χύτρες στη φωτιά
με όσπρια τριμμένα και φάβα, και στη θράκα
ένα ολάκερο βόδι • ψήνει ακόμη
γλυκά και πίτες. Μα πέρασε μέσα.
(«Βάτραχοι» 503-507)
Μια γενική όμως ιδέα για τις γνωστές στους αρχαίους τροφές παίρνουμε απ’ τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου (Δ , 7):
Γιατί, τι λείπει απ’το σπίτι μας, ποία καλά, δεν είναι γεμάτο οσμές συριακής σμύρνας κι από ευχάριστο καπνό λιβανιού, δεν σε ευφραίνει να βλέπεις μάζες ψωμιού από λεπτό αλεύρι, τρυφερά χταπόδια, λουκάνικα, ώς και πάχος, φούσκες, βραστά σέσκλα και φύλλα, φάβα και σκόρδα, μαρίδες, σκουμπριά, ενθρυμματίδες, φάρο καιχόνδρο, κουκιά, λαθούρια, αρακά, ρόβη, μέλι, τυρί, γεμιστά άντερα ως και σιτάρια, καρύδια, πληγούρι, ψητές καραβίδες, ψητά καλαμάρια, βραστό κέφαλο, σουπιές βραστές, βραστή σμέρνα, κωβιούς βραστούς, ψητές παλαμίδες, ψητές φυκίδες, βατράχους, πέρκες, συνόδια, γάδους, ρίνες, ψησσιά, γαλέον, κούκον, φίσσες και νάρκες, κομμάτια σελάχι, κηρήθρες, σταφύλια, σύκα, γλυκίσματα, μήλα, ακράνεια, ρόδια, ρίγανη, μήκωνα, αχλάδια, κνήκον, ελιές, τσίπουρα, γαλατόπιτες, πράσα, αμπελόπρασα, κρεμμύδια, φνστή, βολβούς, γουλιά, σίλφιον, ξύδι, μάραθο, αυγά, φακή και τα τζιτζίκια, χυμούς, κάρδαμο, σουσάμι, κουαλούς, αλάτι, πίννες, πεταλίδες, μύδια, στρείδια και χτένια, μεγάλους τόνους. Και κοντά σ’ αυτά αμέτρητο πλήθος από πουλιά, πάπιες, φάσσες, χήνες και σπουργίτια, τσίχλες, κορυδαλούς, κίσσες και κύκνους και ελεκάνους, σουσουράδα, μια γερανό. Για ‘σένα θα είν’ εκεί κρασιά λευκά, γλυκό εγχώριο, ευχάριστο, ο καπνίας.
Ένα σπίτι όμως με τόσα αγαθά θα ξεπερνούσε και τα σημερινά σούπερ μάρκετ.
Από τα απαραίτητα, στο τραπέζι, ήταν και το λάδι. Κάτι που, όπως σημειώσαμε, ήταν απαραίτητο και στις παλαίστρες, για ν’ αλείφουν οι αθλητές τα κορμιά τους. Ο Παυσανίας, ο μεγάλος περιηγητής της αρχαιότητας, επαινεί, στα «Φωκικά», το λάδι της Τιθορέας:
Το λάδι που βγάζει η χώρα των Τιθορέων είναι λιγότερο σε ποιότητα, απ’ εκείνο που βγάζει η περιοχή της Αττικής και της Σικυώνας. Στη χροιά του όμως και στη γεύση, είναι ανώτερο από το λάδι της Ιβηρίας και της νήσου της Ιστρίας.
Φημισμένα ήταν τα λάδια της Σάμου και της Ικαρίας. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να βγάζουν λάδι από άγουρες ελιές, που το προτιμούσανε στις σαλάτες τους. Επίσης από τα αμύγδαλα και τα καρύδια έβγαζαν ένα είδος λαδιού, καλό για τα γλυκίσματα τους. Από τα απαραίτητα επίσης στο καθημερινό τραπέζι ήταν το γάλα και το τυρί, που όμως ήταν στις πόλεις από τα σπάνια αγαθά. Μάλιστα οι διαιτολόγοι συνιστούσαν, για τους αθλητές, το μαλακό τυρί. Πολλές φορές, για να πήξει καλά το τυρί, έβαζαν μέσα στο γάλα, που ‘βραζε, ένα κωναροειδές φυτό, κνήκον ή οκνήκος. Φυσικά, τα σκόρδα και τα κρεμμύδια ήταν στο καθημερινό μενού. Ορισμένοι όμως έβρισκαν αυτό το είδος της διατροφής χωριάτικο (όπως και σήμερα). Από τα εκλεκτότερα εδέσματα ήταν οι κοχλιοί, τα σαλιγκάρια, που τα ‘τρωγαν οι Κρητικοί από την εποχή του Μίνωα.
Τα μικρά πουλιά, σπίνους, τσίχλες, ακόμη και τους λαγούς, αφού τα ψήνανε, τα διατηρούσανε μέσα σ’ ευωδιαστό λάδι. Μάλιστα, τα παραγεμίζανε με διάφορα καρυκεύματα, κάτι που συνηθίζεται και σήμερα στα χωριά της Μάνης. Για τη φτωχολογιά οι σούπες ήταν το πιο συνηθισμένο καθημερινό φαγητό. Έτρωγαν βέβαια και ψαρόσουπες, που η πλούσια όμως τάξη τις απέφευγε! Ένας ζωμός που ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Ηρακλή (οι αρχαίοι είχαν να λένε για τη λαιμαργία του) ήταν από μπιζέλια. Στα χορταρικά έριχναν μια σάλτσα φτιαγμένη από λάδι, δριμύ ξύδι, διάφορα καρυκεύματα, ακόμη και μέλι.
Ας ακούσουμε όμως μερικά «διαφημιστικά εδέσματα» του Αριστοφάνη:
ΛΑΜΑΧΟΣ: Φέρε μου παστό μες σ’ ένα φύλλο.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Πιάσε μου φύλλα• εκεί ψήνω τα ψάρια.
(«Αχαρνής», 1198-1199)
Γυναίκα, βράσε μπόλικα φασόλια, ρίξε και στάρι,
φέρε μας λίγα σύκα (…)
Ας φέρει κάποιος απ’ το σπιτικό μου
την τσίχλα και δυο σπίνους• είχε κι ανθόγαλο
και τέσσερα κομμάτια λαγού.
(«Ειρήνη», 1144-1145, 1149-1150)
Κι αλλού στο ίδιο έργο:
Η κότα ψήθηκε
το παστέλι του σουσαμιού ζυμώθηκε
Τις τσαπέλες με τα σύκα
και τις θρούμπες τις ελιές.
Τα κρέατα ήταν πανάκριβα, παρά τις πολλές θυσίες που γίνονταν για τους θεούς. Φθηνότερο, συγκριτικά, ήταν το χοιρινό, που για τους φτωχούς όμως ήταν κι αυτόαπλησίαστο. Στην ύπαιθρο βέβαια έτρωγαν συχνότερα κρέας, αφού μπορούσαν να θρέψουν στις αυλές τους και τους κήπους πουλερικά, γουρουνόπουλα, κατσίκια κι αρνιά. Απέφευγαν να τρώνε χοιρινά μυαλά, γιατί τους το απαγόρευαν οι φιλόσοφοι (Αθήναιος, Β 72), σχυριζόμενοι ότι «όποιοι τρώνε απ’ αυτά είναι σαν να τρώγουν κουκιά στις κεφαλές όχι μόνο των γονέων αλλά και των άλλων απαγορευμένων πραγμάτων».
Οι Αθηναίοι, πλούσιοι και φτωχοί, είχαν μεγάλη αδυναμία στα θαλασσινά και στα όστρακα. Μεγάλη ζήτηση είχαν στην αθηναϊκή αγορά παστά ψάρια από τον Ελλήσποντο και τον Εύξεινο Πόντο και φυσικά κάθε τι που ‘φτανε από την κοντινή λίμνη της Κωπαΐδας. Μια σκηνή στους «Αχαρνής», όπου ο Αριστοφάνης παρουσιάζει τον Δικαιόπολι ν’ αγοράζει ψάρια από Βοιωτό ψαρά, είναι αρκετά εύγλωττη:
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛ1Σ: Μμ! αν φέρνεις τέτοια νοστιμάδα,
την πιο γλυκιά που υπάρχει, δός μου
τα χέλια να καλωσορίσω αμέσως.
ΘΗΒΑΙΟΣ: Νιράιδα ζηλεμέν’ της Κουπαΐδας
βγε και καλοχιραίτισι τουν ξένον.
ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ: Ω! Πολυπόθητε και πολυαγαπημένε
λαχταριστέ μεζέ της κωμωδίας,
μας ήρθες πια, μεράκι των φαγάδων.
Το φυσερό, τη σκάρα φέρτε, δούλοι.
Και τα χέλια, όμως, ήταν πανάκριβα, αφού, γύρω στο τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, στοίχιζαν τρεις δραχμές το ένα, όσο κόστιζε κι ένα μικρό γουρουνόπουλο, ποσό μεγάλο για την εποχή. Για το λαό, όμως, οι σαρδέλες του Φαλήρου ήταν το πιο συνηθισμένο θαλασσινό, μαζί με κριθαρένιο -ψωμί. Κάθε αύξηση της φαληρικής σαρδέλας έβαζε σ’ ανησυχία το φτωχόκοσμο.
«Και συμβούλεψα να υποσχεθούμε στην Αρτέμιδα την Αγρότιδα χίλια κατσίκια, αν οι σαρδέλες έκαναν, την επομένη, εκατό στον οβολό», λέει («Ιππής») ο αλλαντοπώλης Αγοράκριτος, εκφράζοντας έτσι και την αγωνία του λαού για την ακρίβεια.
Οι αρχαίοι Έλληνες έτρωγαν συχνότερα ψάρι από κρέας, παρά την αποστροφή του Ομήρου. Ο Φλασελιέρ σημειώνει ότι η λέξη όψον αρχικά σήμαινε ό,τι τρώμε μαζί με το ψωμί, αλλά σιγά σιγά πήρε μια άλλη σημασία και κατέληξε να σημαίνει ψάρι. Το πιο διαδεδομένο πρωινό ρόφημα, αφού βέβαια αγνοούσαν τον καφέ, ήταν ο κυκεώνας, που προαναφέραμε, το γάλα, κυρίως το κατσικίσιο, κι ένα ανακάτεμα από χλιαρό νερό και μέλι, που προκαλούσε ιδιαίτερη ευχαρίστηση.
Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη αναφέρονται εδέσματα που μας ξενίζουν. Στους «Ιππής» μιλάει για «ξίγκι βοδινό ψημένο μέσα σε συκόφυλλα». Αναφέρει επίσης τον «κάνδυλο», ένα ανακάτεμα από μέλι, γάλα, τυρί και λάδι, τον «μυττωτό», ένα είδος σκορδαλιάς με πράσα, σκόρδα, τυρί και μέλι.
Ο Αισχύλος στον «Προμηθέα Λυόμενο», μια τραγωδία που δεν σώθηκαν παρά λίγοι στίχοι της, ξαφνιάζει τους Αθηναίους:
Μα οι Σκύθες οι φιλόνομοι που τρώνε τυρί αλογίσιο ανάκατο με γάλα.
Μια σπέσιαλ συνταγή σάλτσας, με την οποία γαρνίρανε τα φαγητά μας δίνει ο Αθήναιος:
Χύσε από πάνω σίλφιο, χύσε ξύδι,
χύσε ακόμη λάδι, τρίψε τυρί
ρίξε από πάνω λίπη και σάλτσες ζεστές.
Τα «θυλήματα» που αναφέρονται απ’ τον Αριστοφάνη στην «Ειρήνη», ήταν χοντροαλεσμένο αλεύρι από στάρι ή κριθάρι, βρεγμένο με κρασί και λάδι. Μ’ αυτό ραντίζανε το σφαχτάρι ενώ ψηνόταν. Ο κάθε χυλός ήταν από τα προσφιλή φαγητά για το φτωχόκοσμο. Που διαφημίζονταν κατάλληλα, ακόμη και από ένα στωικό φιλόσοφο, όπως ο Χρύσιππος, στην «Περί καλού» πραγματεία του (Αθήναιος, Δ 47):
Χυλός από βολβούς – φακές
είναι σαν αμβροσία
στης παγωνιάς το κρύο.
Στις θυσίες ετοίμαζαν κι ένα είδος πλακούντος, κάτι δηλαδή σαν πίτα, που το ‘λεγαν «πελανό». Ήταν ένα παχύρρευστο κράμα από αλεύρι, μέλι και λάδι. Άλλα εδέσματα: «Έκχυτος», που αναφέρεται σ’ ένα επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας2 (βιβλ. 9), ήταν ένα μείγμα από αλεύρι και ψημένο τυρί, που το ‘ριχναν σε ειδικά καλούπια και τα γέμιζαν με κρασί μελωμένο.
«Κάνδαυλος», ένα είδος φαγητού της Μικράς Ασίας,κυρίως στη περιοχή της Αυδίας, με ό,τι ερεθιστικό καρύκευμα κυκλοφορούσε. «Μυττωτός», πίτα με τυρί, ανακατεμένο με μέλι και σκόρδα.Βέβαια, οι πιο περίφημες πίτες ήταν της Αθήνας, καύχημα της πόλης, και γίνονταν με μέλι, τυρί και λάδι, αλλά έβαζαν μέσα και διάφορα καρυκεύματα. Οι Αθηναίοι απέφευγαν ν’ αρχίσουν το γεύμα τους ή το δείπνο με σούπα.
Σχετικά με την ετοιμασία ενός δείπνου, να τι μας άφησε ο Φερεπράτης (Αθηναίος ηθοποιός και ποιητής, του 4ου π.Χ. αιώνα), στο «Δουλοδιδάσκαλο»:
Πώς ετοιμάζεται το δείπνο; πέστε μας;
Λοιπόν σας λέω, έχετε ένα κομμάτι χέλι,
καλαμαράκια και αρνί, ολίγο λουκάνικο
βραστά πόδια και συκώτι, παϊδάκια
και πουλιά, κοτόπουλα και τυρί που ‘ναι
μέσα στο μέλι, κι από κρέατα ένα μέρος.
(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί Γ 49)
Ένα καλό τραπέζωμα μας παρουσιάζει και ο Αριστοφάνης («Εκκλησιάζουσαι» 838-845).
Τα τραπέζια είναι έτοιμα και γεμάτα με όλα
τ’ αγαθά και τα κρεβάτια στρωμένα
με χαλιά και προβιές. Μες στις κανάτες
ανακατεύουν το κρασί, οι μυροπώλισσες
περιμένουν στην αράδα • τα ψάρια κομμένα
φέτες ψήνονται, οι λαγοί στις σούβλες,
ξεφουρνίζουν τις πίτες, πλέκονται στεφάνια,
καβουρντίζουν ξερούς καρπούς κι οι πιο νέες
βράζουν στις χύτρες τη φάβα.
Το σπαρτιατικό μενού δεν συγκινούσε βέβαια τους άλλους Ελληνες. Ακόμη και τις γιορτινές μέρες δεν ήταν τίποτα το σπουδαίο. Έφτανε ένα βραστό χοιρινό, λίγο κρασί και καμιά πίτα γλυκιά για να ενθουσιάσει τουςΣπαρτιάτες, που το καθημερινό τους ήταν μια κούπα από «μέλανα ζωμό» κι ένα κομμάτι από ψωμί. Αλλά ελάχιστοι μπορούσαν ν’ αντέξουν στη σπαρτιατική λιτότητα.
«Το πρώτο πιάτο», λέει ο γιος του Αριστοφάνη Νικόστρατός (ποιητής κι αυτός), «από τα μεγάλα, θα προηγηθεί με σκαντζόχοιρο (εχίνον) λακέρδα ως και κάππαριν, μια θρυμματίδα, φέτα, παστό ψάρι ως κι ένα βολβό μέσα σε μια σάλτσα πολύ πικάντικη» (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί Δ 10).
Πηγή
Δημοσίευση σχολίου