Η παρούσα σελίδα θα ασχολείται με την Εθνική και νεοΕθνική
θεολογία. Οι διαφορές της αρχαίας ελληνικής θρησκείας από εκείνη που στηρίζουν
σήμερα οι οπαδοί της, είναι αρκετά μεγάλες και οφθαλμοφανείς για τον γνώστη τον
πραγμάτων. Αυτές οι διαφορές είναι εκείνες οι οποίες καθορίζουν και περιγράφουν
τις σημερινές προσπάθειες «αναβιώσεως», ως προσπάθειες χαλκείας και νοθείας
εκείνης της αρχαίας, με άμεσο αποτέλεσμα την δημιουργία κατά το δοκούν
νεοπαγανιστικών σεκτών εις τον Ελλαδικό χώρο, προς αλίευση απληροφόρητων.
Ο Πίνακας «Ο Χριστός στον Όλυμπο» του Γερμανού καλλιτέχνη Μαξ
Κλίνγκερ (1857-1920) στο Museum del Bildenden Kuensten της Λειψίας.
(Πηγή: Εφημερίδα Το Βήμα, Τετάρτη 11 Ιουλίου 2007, σελ. Α21 & www.newsfox.com/show_ attach.mc?pte=070227029)
Για τους θεούς των αρχαίων Ελλήνων…. ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
«Μυθηκῶς ἤδη προσῆκται πρός τήν πειθώ τῶν πολλῶν καί
πρός τήν εἰς νόμους καί τό συμφέρον χρῆσιν, τά περί θεῶν λεγόμενα
δέν εἶναι ἀγαθά, οὔτε ἀληθῆ ἀλλά τυχαῖα.»
«Από τους αρχαίους, τώρα, και τους πολύ
παλαιότερους έχει κληροδοτηθεί στους μεταγενέστερους υπό μορφή μύθου
η παράδοση ότι αυτά [=τα ουράνια σώματα] είναι θεοί (...) τα λοιπά
προστέθηκαν αργότερα ως μυθολογικές περιγραφές για να εξασφαλίζεται
η ευπείθεια του πολύ κόσμου και να γίνεται χρήση τους στους νόμους
και προς το κοινό συμφέρον. Διότι λένε ότι οι θεοί έχουν ανθρώπινη
μορφή ή είναι όμοιοι με μερικά από τα άλλα ζώα»
Αριστοτέλης, Μετά τα Φυσικά, Λ΄, 8 (1074b).
Δεξιά: Απεικόνιση σύγκρουσης μεταξύ
θεών ή ηρώων σε αγγείο του 5ου αιώνα π.Χ. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η
κεντρική φιγούρα που κραδαίνει το ξίφος με το οποίο έπληξε τον
πεσμένο αντίπαλο. Στο όπλο διακρίνεται ακόμα το αίμα...(Πηγή:
Περιοδικό Panzer, τεύχος 23, Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου, άρθρο «Το
αρχαίο Ελληνικό ξίφος», σελ. 54)
|
ΑΡΧΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
Οι θεωρίες σύμφωνα με την προέλευση των θεών των
αρχαίων Ελλήνων βασίζονται πάνω στις θεωρίες περί ινδοευρωπαϊκής φυλής,
από την οποία προέρχονται και οι Έλληνες, και είναι μέχρι στιγμής η καθιερωμένη
θεωρία. Αν στο μέλλον αποδειχθεί ότι οι Έλληνες αποτελούν ιδιαίτερη φυλή
και η οποία δεν έχει σχέση με τις θεωρίες ινδοευρωπαϊκών φυλών, τότε ορισμένα
από τα παρακάτω δεν ισχύουν. Αλλά παρόλα αυτά θα παραμείνει απολύτως αξιόπιστο
το πρόβλημα του επηρεασμού της αρχαίας θρησκείας από τους γηγενείς
και γειτονικούς λαούς, που την έθεσαν να βαίνει διαρκώς εμπλουτιζόμενη
και διαφοροποιούμενη, τόσο στον αριθμό των θεοτήτων όσο και στα χαρακτηριστικά
τους. Πάντως πολύ δύσκολα η καταγωγή μιας φυλής, παίζει ρόλο με στην αληθινή
«καταγωγή» του Θεού.
Α) ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ - ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΑΡΧΑΙΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Γενικά: Η αρχαία Ελληνική θρησκεία είναι
διάφορης προέλευσης. Το πρόβλημα της θρησκείας φιλοσοφικά ετέθη από τον 6ο
π.Χ. αιώνα και ιδίως από τους φιλόσοφους εκείνους της Μ. Ασίας οι οποίοι άφηναν
τις κοσμικές θεωρίες των ποιητών (Ομήρου και Ησίοδου) και αναζητούσαν την
ανακάλυψη της γέννησης της ζωής των ζώων από τον αέρα, το ύδωρ και το πυρ. Αυτό
τους οδήγησε όχι μόνο να μην πιστεύουν εις τους μυθικούς θεούς και τις ποιητικές
μυθοπλασίες αλλά και να τους θεωρούν πλήρως ασυμβίβαστες προς την ορθή
σκέψη (ορθολογισμό) καθ’ όσον και προς τις ηθικές αρχές της εποχής,
οι οποίοι ήταν διαφορετικές από τους ηρωικούς χρόνους. Εκείνος που εκφράστηκε
σαφώς και αυστηρά προς τους 2 ποιητές ήταν ο Ελεάτης ο Ξενοφάνης
ο οποίος λέει ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έδωσαν στους θεούς όλα εκείνα τα
στοιχεία που στους ανθρώπους θεωρούνται «άξια ονείδους και ψόγου»
και δηλαδή την μοιχεία, την απάτη και προσπαθεί να γελοιοποιήσει το
ανθρωπορφισμό τους.
Το ασυμβίβαστο ποιητικών μύθων με τον ορθό λόγο και τη
νεώτερη ηθική προσπάθησαν να αφαιρέσουν οι ερμηνευτές των ποιητών και ιδίως του
Ομήρου. Πρώτος υπήρξε ο Θεαγένης ο Ρηγίνος το 530 π.Χ. ο οποίος εισήγαγε την αλληγορία
ως ερμηνευτικό μέσο (αλληγορική εξήγηση) . Αυτή βρήκε πολλούς οπαδούς
φιλοσόφους. Ο μαθητής του Αναξαγόρα,
Μητρόδωρος ο Λαμψακηνός ερμήνευσε
τα πάντα με αλληγορίες λέγοντας ότι ούτε η Ήρα, ούτε η Αθηνά, ούτε ο Ζευς είναι
όπως φαντάζονται αυτοί που ιδρύσανε τους ναούς τους αλλά «φύσεως
ὑποστάσεις καί στοιχείων διακοσμήσεις».
Προχωρώντας παραπέρα αλληγορεί και τους ήρωες και δηλαδή τον
Αγαμέμνονα ως αιθέρα, Αχιλλέα ως ήλιο, Ελένη ως Γη, Αλέξανδρο ως αέρα, Έκτορα
ως Σελήνη. Εκ των θεών ονομάζει την Δήμητρα ήπαρ, Διόνυσο σπλήνα, Απόλλωνα χολή. Τις φιλοσοφίες της
αλληγορίας καλλιέργησαν οι πολύ γνωστοί : Δημόκριτος, Διογένης
ο Αππολλωνιάτης, οι Κυνικοί, υπέρ
παντός δε οι Στωικοί. Οι
αλληγορίες λαμβάνοντας από φυσικές ή ψυχικές υποστάσεις και ήταν κατά κανόνα
απιθανώτερες των μύθων, όπως π.χ. με «ετυμολογικές»
ή αλλιώς «παρετυμολογικές» αλληγορίες διότι στηρίζονται σε
παρετυμολογίες και πολλές φορές παιδαριώδεις π.χ. ο ουρανός παρετυμολογείται
από τους στωικούς εκ του ούρος «ὡς οὖρος ὠν ἄνω πάντων καί
ὁρίζων τήν φύσιν…ἄλλοι δέ αὐτόν ἀπό τοῦ ὀράσθαι ἄνω ἐτυμολογούσιν» --ο Απόλλων
είναι ο ήλιος και ονομάσθηκε από αυτούς ως «ἀπολλύων ἠμᾶς ἀπό
τῶν νόσων ἤ ἀπελαύνων ταύτας ἀφ’ ἠμῶν ἤ ἐκ τοῦ ἀπολλύναι». Ο Εκαταίος ο
Μιλήσιος θέλοντας να ερμηνεύσει το άθλο του Ηρακλή με τον Κέρβερο υποστήριξε ότι ο Κέρβερος ήταν φίδι
πολύ δηλητηριώδης και ονομάσθηκε «Ἅδου κύων» διότι όποιον δάγκωνε
πέθανε αμέσως. Η Ομηρική Σκύλλα με ορθολογική σκέψη μεταβλήθηκε σε ωραία εταίρα που έπαιρνε τα χρήματα
των ξένων.
Εν τέλει τι αντιπροσωπεύει η σημερινή Εθνική θρησκεία;
Αποφθέγματα σοφών, δεισιδαιμονία, μαγεία, ή επιστημονισμό; Αν τα
αντιπροσωπεύει όλα αυτά τότε κακού του κεφαλιού της. Αν διαλέξει κάποια από
αυτά τότε τα έρθει αναγκαστικά σε ιστορική αντίφαση με την θρησκεία των
προγόνων μας και την επιχειρηματολογία περί «πατρώας» θρησκείας εφόσον έστω
και μόνο μία λατρευτική έκφραση της αρχαίας θρησκευτικής αντίληψης θα έχει
απορριφθεί . Συνεπώς θα έχει χάσει η νέα Εθνική θρησκεία το μονοπώλιο, της
«ελληνικής κληρονομιάς», της οποίας θεωρεί εαυτό ως «καθαρό» και μοναδικό
εκπρόσωπο.
|
Μαζί με την αλληγορική παρουσιάσθηκε η ιστορική και η εξ
ανθρώπων προέλευση λόγω της μεγάλης επικοινωνίας των Ελλήνων με τους Αιγυπτίους και η οποία συνεχίστηκε και
με την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Μακεδόνες.
Ήδη από τον αρχαίο και Έλληνα Εθνικό Ηρόδοτο εμφανίζεται η Ιστορική εξήγηση
η οποία βασίζεται στις ιστορικές σχέσης των λαών. Κατά την εξήγηση αυτή όλοι
σχεδόν οι θεοί και οι λατρείες στην αρχαία Ελλάδα είναι δάνεια από ξένους
παλαιότερους και αρχαιότερους λαούς, κυρίως από τους Αιγυπτίους και τους
Φοίνικες (βλέπε και Αφροδίτη) .
Κατά την γνώμη του Ηρόδοτου, μετά και από την διδαχή του στην Αίγυπτο, εκτός
από τους θεούς Ποσειδώνα, Διόσκουρων, Ήρας, Εστίας, Θέμιδος, Χαρίτων, και
Νηρηίδων, όλοι οι άλλοι είναι βαρβαρικής προέλευσης και κατά την γνώμη του
Ηρόδοτου Αιγυπτιακής προέλευσης. Αλλού ισχυρίζεται ότι οι Πελασγοί τους
παρέλαβαν πρώτοι από τους Αιγυπτίους και κατόπιν τους παρέδωσαν στους Έλληνες.
Προσθέτει επίσης ότι τα ονόματα, τις μορφές, τις τιμές και τις τέχνες τις
έφτιαξαν οι δύο ποιητές Όμηρος και Ησίοδος. Τις πομπές, τις λατρείες και την
μαντική τα έμαθαν από τους Αιγυπτίους
καθόσον σε αυτούς όλα αυτά φαίνονται παλαιότατης αρχής ενώ τα καθαρά Ελληνικά
πολύ νεώτερης προέλευσης (π.χ. μεγάλη ομοιομορφία όργια Βάκχου και Μητρός των
θεών και μυστήρια Ίσιδος και Οσίριδος) . Οι Αιγύπτιοι παρουσιάζουν και αυτοί
όπως οι Έλληνες διαχωρισμό των θεών ανάλογα με την προέλευσή τους
1. ουράνια (Ήλιου),
3. επίγεια (Ηρακλής,
Διόνυσος, Ασκληπιός κ.α. όπως και Μ.
Αλέξανδρος) και προέκυψαν από αποθέωση θνητών
Την προέλευση των θεών από θνητούς (εξ ανθρώπων προέλευσης)
την έχουν εκφράσει επίσης και οι σοφιστές. Ιδίως ο Ευήμερος γράφοντας το μυθιστόρημα «Ἱερά ἀναγραφήν»
κατά το οποίο ο ίδιος ταξίδευσε εις το πέραν της Αραβίας Ωκεανό, και εις το
νησί Παγχαία, όπου πάνω σε μια χρυσή στήλη του ναού του Τριφυλλίου Διός,
ανέγνωσε τα ονόματα των θεών, τα οποία έγιναν από θνητούς βασιλιάδες (Ουρανός,
Κρόνος & Δίας). Το μυθιστόρημα έγινε ευχαρίστως αποδεκτό στην εποχή του
χωρίς καμιά αντίδραση περί «ὕβρις» των θείων.
Σημείωση: Τα άνωθι αποτελούν εξηγήσεις των Ελλήνων. Στην δύση οι προσπάθειες εξήγησης
αρχίζουν από τα χρόνια της Αναγέννησης και είναι ποικίλες. Χαρακτηριστικά είναι
όσα είπε ο Γάλλος ιεραπόστολος Lafitau ο οποίος είχε κλασσική μόρφωση : «Εάν οι
αρχαίοι συγγραφείς μου έδωσαν φώτα δια να στηρίξω ορισμένες επιτυχείς
υποθέσεις, που αφορούν τους αγρίους, τα έθιμα των αγρίων μου έδωσαν φώτα, δια
να εννοήσω ευκολότερα και ερμηνεύσω πολλά πράγματα, ευρισκόμενα εις τους
αρχαίους συγγραφείς…. Οι λαοί, οι ονομαζόμενοι βάρβαροι, όχι μόνον έχουν
θρησκεία, αλλά και η θρησκεία αυτή έχει σχέσεις τόσο μεγάλες ομοιομορφίας με
αυτήν των αρχαίων χρόνων, με ότι ονομάζεται όργια του Βάκχου και της Μητρός των
θεών, μυστήρια της Ίσιδος και του Οσίριδος, ώστε αισθάνεται κανείς με αυτήν την
ομοιότητα, ότι παντού υπάρχουν οι ίδιες αρχές και τα ίδια θεμέλια.»
Β) ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΑΡΧΑΙΑΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Ιστορικά η αρχαία Ελληνική θρησκεία μπορεί να χωρισθεί
στις εξής:
1. Μυκηναϊκή
2. Ομηρική και Ησιόδεια
3. Αρχαϊκή και κλασσική
4. Ελληνιστική και Ελληνορωμαϊκή
5. Λαϊκή θρησκεία και δεισιδαιμονία
Άγνωστο είναι στους Ορθόδοξους και γενικότερα στους Έλληνες
πολίτες, με πια ταυτίζονται οι Εθνικοί, καθόσον δεν βρίσκονται‘καθαρά’
σε καμιά κατηγορία ή το πολύ - πολύ να ανακατεύουν την 2η και 3η.
Άραγε οι υπόλοιπες δεν είναι Ελληνικές και αρχαίες;
Ο Ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στην Αρκαδία
(Πηγή: Τηλεοπτικός Σταθμός Ετ1)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ |
|
Μυκηναϊκή |
Επειδή τα ευρήματα αυτής της θρησκείας δεν ταυτίζονται και
τόσο με τα Ομηρικά έπη, είμαστε υποχρεωμένοι να στηριχθούμε μάλλον σε υποθέσεις
προσπαθώντας να εξηγήσουμε τα άλαλα αυτά ευρήματα.
Γι’ αυτήν την περίοδο υπάρχουν βεβαίως τα κυριότερα
αρχαιολογικά ευρήματα και υπάρχει μεγάλη επιρροή από την Κρήτη το οποίο
διαπιστώνεται από το ιδιαίτερα αναπτυγμένο εμπόριο μεταξύ αυτής και Μυκηνών.
Τα ευρήματα αφορούν μόνο βωμούς, ειδώλια και γενικά αντικείμενα
χρησιμοποιούμενα προς την λατρεία. Γραπτά ευρήματα δυστυχώς δεν υπάρχουν.
Ιστορικά οι Κρήτες δεν ανήκουν στα Ελληνικά Ινδοευρωπαϊκά φύλλα του Βορρά
αλλά σε πληθυσμούς που ήρθαν από την Ανατολή.
Θεότητες: Από θεότητες μπορούμε να πούμε ότι
υπάρχουν πάρα πολλές γυναικείες (μία μοιάζει με την Αθηνά, μια με την Άρτεμη
και μια με την Αφροδίτη) αλλά δεν υπάρχουν καθόλου ανδρικές θεότητες. Πάντως
εικάζεται ότι πρέπει να υπήρχαν κι άλλες θεότητες καθώς στα Ομηρικά έπη
εμφανίζεται μια πιο πλήρης θρησκευτική εικόνα η οποία όμως δεν μπορεί να
ξεκαθαριστεί πλήρως όσο αναφορά τις παλιές και τις νέες μορφές της. Ειδικά
πρέπει να αναφέρουμε ότι δεν υπάρχουν ναοί και τα μόνα θρησκευτικά δείγματα
είναι ειδώλια (μικρά αγάλματα) καθώς και λατρευτικές παραστάσεις επί
τοιχογραφιών και σφραγιδόλιθων. Παρουσιάζουν δε τα ειδώλια πλήθος θηλυκών
θεοτήτων από τις οποίες μπορούμε να κάνουμε τους εξής επισφαλής όμως
συσχετισμούς
1. μετέπειτα Αθηνά; = μία φέρει δόρυ και ασπίδα ή
καθισμένη σε δένδρο, πιθανώς ελιά
2. μετέπειτα Παλλάδα; Θεά των ανακτόρων = μια θεότητα
να κρατά δόρυ
3. Μητέρα της γης (Δήμητρα;) = θεά που κρατά το
στήθος της από το οποίο τρέφονται όλοι
4. μετέπειτα Άρτεμη = θεά σε λόφο που κρατά δόρυ και περιστοιχίζεται
από λεοντάρια
5. μετέπειτα Αφροδίτη; = θεά γυμνή επί της οποίας στο
κεφάλι κάθεται πτηνό που μοιάζει με περιστέρι
Λατρεία: Εκτελείται με χορούς και θυσίες και
έχει οργιαστικό χαραχτήρα.. Αυτό που γνωρίζουμε σίγουρα είναι η λατρεία των
νεκρών. Στην Τίρυνθα, στην αυλή των ανακτόρων, έχει βρεθεί βοθροειδής βωμός
για την λατρεία των νεκρών ως δαίμονες υποχρόνιοι κι αυτό υποδεικνύει ότι η
λατρεία των νεκρών δεν περιορίζονταν μόνο στους ταφικούς χώρους . Σε αυτήν
την θρησκεία οι νεκροί δεν καίγονται και οι τάφοι είναι υπόγειοι θολωτοί και
τους οποίους οι αρχαίοι ονομάζουν «θησαυρούς». Οι νεκροί λατρεύονται και για
καιρό μετά τον θάνατό τους και οι επισημότεροι μεταβάλλονταν σε ήρωες που
προστάτευαν από παντός είδος κακά και εχθρούς και εκδικούνταν τους ασεβείς
προς αυτούς. Η λατρεία προς τους νεκρούς συνεχίζονταν για 3 γενεές (πατέρας,
παππούς & προπάππους) όπερ και τοποθετούσαν νέους νεκρούς στον τάφο.
|
Ομηρική και Ησιόδειος Θρησκεία
Ένα προσφιλέστατο θέμα της
αρχαίας θρησκείας είναι και η σφίγγα. Σίγουρα προϊόν της μυστικοπαθούς
ανατολής εισήχθηκε στην Ελλάδα μαζί με πολλά άλλα στοιχεία της ανατολίτικης
φιλοσοφίας και τέχνης.
|
Είναι η εποχή μέσα από την οποία ο κόσμος γνωρίζει την
Ελληνική αρχαία θρησκεία ένεκα τη επιρροής των ομηρικών επών εις την διάπλαση
του Ελληνικού πολιτισμού. Είναι η θρησκεία η καλλιτεχνική, θρησκεία της
αποθεώσεως του ανθρώπινου κάλλους. Η επίδραση του Ομήρου στην μετέπειτα
εξέλιξη είναι πολύ μεγάλη με κύρια χαρακτηριστικά τον ανθρωπομορφισμό και τον
ορθολογισμό. Αν και στην αρχή η θρησκεία είναι φυσιοκρατική ελάχιστοι θεοί
εξακολουθούν να παραμένουν στον φυσικό τους φορές όπως π.χ. Γη, Σελήνη,
Ήλιος, ποταμοί κ.α. Τα λόγια και τα έργα αυτών παρουσιάζονται πλέον με
ανθρώπινες μορφές.
Οι περισσότεροι θεοί και θεές που ξεκίνησαν από τα
φυσικά σώματα και φαινόμενα τώρα διαμορφώθηκαν από ανθρώπινα πρότυπα όχι μόνο
στα εξωτερικά χαρακτηριστικά αλλά και στα εσωτερικά. Οι έλληνες έδωσαν μορφές
σε αυτούς τους θεούς παρμένες από ανθρώπινες ιδιότητες της καθημερινότητας
π.χ. στον Δία εξιδανικεύεται ο ισχυρός βασιλεύς, ακαταμάχητος, στην Ήρα
εξιδανικεύεται η δέσποινα του σπιτιού που δεν είναι σύμφωνος με τον νοικοκύρη
αλλά τελικά υποτάσσεται στις προσταγές του, ο Απόλλωνας αποτελεί τον ιδανικό
τύπου του νεανικού παραστάτη - βοηθού, του ερμηνευτή και εκτελεστή, του
θεραπευτή και του μάντη από τον οποίο οι άνθρωποι δέχονται βοήθεια,
καθοδήγηση και κάθαρση, στην Αφροδίτη εξιδανικεύεται η γυναικεία καλλονή με
όλα τα συνακόλουθα, στον Άρη ο γενναίος αλλά άστατος και αλόγιστος
πολεμιστής, η πολεμική κόρη του Δία Αθηνά, αποτελεί τον ιδεώδη τύπου της
σώφρονα, αρρενωπής και φίλεργης παρθένας και ο Ήφαιστος τον τύπο του επιδέξιου
και εφευρετικού τεχνίτη κ.οκ.
Αλλά δεν έφτανε μόνο ο ανθρωπομορφισμός των θεοτήτων.
Χρειάστηκε και ο ανθρωπομορφισμός με την ζωή των μυκηναϊκών
βασιλιάδων. Φτιάχτηκε λοιπόν και το
παλάτι του Δία στην κορυφή του Ολύμπου ανάλογα με τα μυκηναϊκά παλάτια και
ακολουθείται ζωή πλούσια με χορούς και τραγούδια όπως η ζωή των ηρώων στα
παλάτια. Αυτό το αναγνώρισε και ο Αριστοτέλης : «Καί τούς
θεούς δέ διά τοῦτο πάντες φασί βασιλεύεσθαι, ὅτι καί αὐτοί, οἱ μέν
ἔτι καί νῦν, οἱ δέ τό ἀρχαῖον ἐβασιλεύοντο, ὦστερ δέ καί τά εἴδη
ἐαυτοίς ἀφομοιούσι οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καί τούς βίους τῶν θεῶν
»
Οι Ομηρικοί θεοί δεν είναι ούτε απολύτως κακοί ούτε
απολύτως καλοί. Ο διαχωρισμός καλού και κακού που ήταν τόσο συνήθεις στα
ανατολικά θρησκεύματα είναι άγνωστος στον Όμηρο. Είναι απλώς εξιδανικευμένοι
άνθρωποι και έχουν όλες τις αρετές και όλες τις αδυναμίες τους.
Αν και ο ορθολογισμός υπάρχει πλήρως στον Όμηρο εντούτοις
τα θαύματα είναι δυνατά υπό των θεών. Καλή συμπεριφορά προς τους θεούς επιφέρει
την ευμένεια, ασέβεια και εγωισμός επιφέρουν την τιμωρία. Το μόνο μη
ορθολογικό στον Όμηρο είναι η Μοίρα του θανάτου η οποία διαγράφεται κατά την
γέννηση του ανθρώπου. Αυτήν δεν μπορεί να την αλλάξει ούτε ο Δίας.
Θεότητες: δεν υπάρχει πουθενά στα Ομηρικά
έπη ο αριθμός 12, ο οποίος μάλλον έχει μεταγενέστερη προέλευση.
Χαρακτηρίζεται από :
1. ανθρωπόμορφες θεότητες
2. ορθολογισμό των θεοτήτων
3. αλλά και από φυσιοκρατικές θεότητες π.χ. Ουρανός,
Σελήνη, Ήλιος, Γη
Η δημιουργία των θεοτήτων δεν είναι απόλυτης προέλευσης
αλλά πιστεύεται ότι προέρχονται από μίγμα θεοτήτων των
1.Ινδογερμανικών φυλών που κατέβηκαν στην Ελλάδα
2. Κρητών
3. Ασιατικών - ανατολικών φυλών
Τα βέβαια μέχρι στιγμής είναι:
1. Ζευς=Ινδογερμανικής προέλευσης ως θεός του κεραυνού
όπως Diaus Pitar των Ινδών Jupiter Λατίνων, και Θωρ Γερμανών
2. Ήρα =Ινδογερμανικής καταγωγής ως
προσωποποίηση της Γης
3. Εστία =Ινδογερμανικής καταγωγής ως
προσωποποίηση της ηφαιστειακής φωτιάς
4. Άρτεμις =Ινδογερμανικής καταγωγής ως
αρχηγός των νυμφών των δασών και των όρεων
5. Απόλλων =Ινδογερμανικής αν και στην αρχή
πιστεύονταν ότι ήταν Ασιατικής αδελφός της Άρτεμις
6. Άρης =Ινδογερμανικής καταγωγής
7. Αθηνά =Κρητικής καταγωγής
8. Ποσειδών =παρά το Ελληνικό του όνομα είναι αμφιβόλου
προελεύσεως μαζί με τους Διόσκουρους
9. Δίας, Ποσειδώνας, Πλούτωνας
=υπάρχει ομοιότητα με την διανομή του κόσμου σε αυτούς τους τρεις αδελφούς
όπως φαίνεται στην Ασσύριο-βαβυλωνιακή μυθολογία περί διανομής του κόσμου σε
τριάδα θεών Anu, Ea & Enlil.
10.Ησιόδεια Θεογονία =είναι ανάλογη με θεογονία των
Χιττίτων όπως φάνηκε από ανασκαφές
Λατρεία: Χοροί, θυσίες ζώων, προσφορές και
σπονδές, προσευχές αλλά και έλλειψη μυστηριακού και οργιαστικού περιεχομένου.
Ηθική μόλυνσης δεν υπάρχει καθώς δεν υπάρχει διαχωρισμός του καλού με το κακό
από φιλοσοφικής πλευράς. Υπάρχει επίσης η μαντεία δια καπνού, πτήσεις πτηνών,
δυσοσμίες κ.α. Η λατρεία γίνεται οπουδήποτε (Ο Όμηρος δεν αναφέρει ναούς αλλά
και ούτε ξεχωριστή τάξη ιερατείων) και από τον οποιοδήποτε παρόλο που
υπάρχουν κάποιοι ειδικοί π.χ. ονειροπόλες, μάντεις, ιερείς και μεγάλοι
λατρευτικοί χώροι π.χ. Δωδώνη, Δελφοί. Ο Ομηρικός άνθρωπος μπορεί μόνος του
να επικοινωνήσει με τα θεία οπουδήποτε κι αν βρίσκεται.
Νεκροί: Οι νεκροί επίσης λατρεύονται και
υπάρχουν μετά θάνατο ως ψυχές οι οποίες δεν είναι τίποτα άλλο παρά σκιές ή
ομοιώματα τα οποία μπορούν να μιλήσουν και να σκεφτούν μόνο αν πιουν αίμα.
Είναι ανίκανοι να ωφελήσουν οι βλάψουν τους θνητούς και περιφέρονται στα
βασίλεια της Περσεφόνης και του Πλούτωνα άβουλα. Δεν υπάρχει διάκρισης
πονηρών και αγαθών, ο Άδης είναι προς όλους δεινός και αποτρόπαιος. Μόνο οι
επίορκοι κολάζονται αιωνίως όπως ο Σίσυφος και ο Τάνταλος. Επίσης οι
συγγενείς των θεών ζουν ευτυχισμένοι για πάντα στο Ηλύσιο πεδίο, στην άκρη της
γης. Οι νεκροί εδώ σε σχέση με την Μυκηναϊκή θρησκεία καίγονται και
φυλάσσονται σε κάλπη. Η καύση των νεκρών πρέπει να οφείλεται στην πίστη ότι
οι καμένοι δεν επανέρχονται μεταξύ των ζωντανών ενώ οι άκαυτοι γίνονται μήνιμα,
επιζήμιοι για αυτούς.
Άνθρωπος: στα ομηρικά έπη ο άνθρωπος είναι
όχι μόνο υποδεέστερων των θεών αλλά και υποχείριος αυτών οι οποίοι ανά πάσα
στιγμή μπορούν να το χρησιμοποιήσουν όπως θέλουν. Η ύβρις απαγορεύεται και
μπορεί να επισύρει την Νέμεσις των θεών (την τιμωρία) ακόμη και μετά
τον θάνατο.
|
Αρχαϊκή και κλασσική Θρησκεία
Αρχαία άγνωστη θεότητα
|
Στην αρχή είναι η ίδια με τα ομηρικά έπη μεταβαλλόμενη
ανάλογα με τις ανάγκες. Κατόπιν δέχεται επιρροές μέσω των οποίων εισάγεται
αντί του ορθολογισμού των θεοτήτων του Ομήρου, ο μυστικισμός, ο οργιασμός και
η έννοια της προσωπικής αμαρτίας με την μεταθανάτιο ανταπόδοση και λύτρωση
που είναι άγνωστη εις τον Όμηρο. Αυτά τα ρεύματα (μη καθορισμένη προέλευσης
πιθανόν από την Θράκη, την Φρυγία και την Λυδία) είναι :
1. Μυστηριακό (αρχή του η αγροτική προς την
προαγωγή της βλάστησης)
2. Διονυσιακό (προσπάθεια ένωσης ανθρώπου με
το θείο π.χ. έκστασης, ενθουσιασμού)
3. Ορφικό
Με αυτά τα μυστήρια, τα οποία επιτρέπονται ΜΟΝΟ
στους πολίτες, και που σε περίπτωση μυήσεως η απομάκρυνση τιμωρείται με
θάνατο, εισάγεται για πρώτη φορά η ελπίδα για καλύτερη μεταθανάτιο ζωή
και εφαρμόζεται η νηστεία, τα εδέσματα, οι ιεροί γάμοι π.χ. στα Ελευσίνια. Το
Διονυσιακό ρεύμα υπήρξε το σπουδαιότερο καθόσον συνετέλεσε στην δημιουργία
της αρχαίας τραγωδίας. Δεν λείπουν εδώ οι αντιδράσεις και οι τιμωρίες για
τις νέες επιρροές ιδίως από τα κράτη πόλεις, όπως προκύπτει από τον μύθο
του Λυκούργου και του Πενθέως, οι οποίοι έδιωξαν τους θιάσους του θεού
Διόνυσου, «Μαινάδας» και γι αυτό τιμωρήθηκαν σκληρά. Η Ορφική εισάγει και
στοιχεία περί καλής ανθρώπινης ψυχής και κακού σώματος από το οποίο πρέπει να
εξέλθει, εισάγει τον προσηλυτισμό, την νηστεία, την μετεμψύχωση, αφαιρεί την
σωματική άσκηση κ.α. . Προς το τέλος της περιόδου το ανθρωπόμορφο και
πολύμορφο θείο αρχίζει, τουλάχιστον για φιλόσοφους και ποιητές, να παίρνει
μια ενότητα αυτή της ΠΑΝΘΕΪΣΤΙΚΗΣ ΜΟΝΟΘΕΪΑΣ.
«Ζεύς ἐστί αἰθήρ, Ζεύς δέ γῆ, Ζεῦ δ’
οὐρανός, Ζεῦ τοί τό πάντα χώτι τῶν δ’
ὑπέρτερον» Αισχύλος. Αυτοί όμως που θα κλονίσουν την ανθρωπόμορφη θεϊκή
θρησκεία είναι οι φιλόσοφοι και
ιδιαίτερα οι σοφιστές οι οποίοι όχι μόνο θα κλονίσουν την πίστη αλλά και θα
ταράξουν τα θεμέλια του θρησκευτικού υπόβαθρου της εποχής.
Θεότητες: Οι θεότητες δεν μεταβάλλονται και
μένουν όπως τέθηκαν από τον Όμηρο. Η πανελληνία όμως μορφή της, που υπάρχει
μόνο στα ομηρικά έπη, δεν υφίσταται. Στις κατά τόπους πόλεις κράτη υπερισχύει
η λατρεία των τοπικών θεών π.χ. Αθηνά στην Αθήνα αλλά και διαφορετική Αθηνά
στην Σπάρτη (αυτό ισχύει για όλους τους θεούς), η Ήρα στο Άργος, οι
Διόσκουροι στην Σπάρτη, ο Ασκληπιός στην Επίδαυρο. Αυτό φαίνεται και από τα
νομίσματα της κάθε πόλης που είναι αφιερωμένα στις θεότητες προστάτες.
Λατρεία: Παρόλο που η λατρεία των θεοτήτων
είναι ελεύθερη παύει να έχει τον παραδοσιακό χαραχτήρα και επιβάλλεται
λατρεία των θεοτήτων των πόλεων από τους πολίτες τους. Αυτό κατορθώνεται με
νόμους. Κι έτσι ενώ οι πολίτες είναι ελεύθεροι να σέβονται τις θεότητες είναι
υποχρεωμένοι δια νόμων να σέβονται και να μετέχουν στις λατρείες των
θεοτήτων των πόλεών τους. Η λατρεία των νεκρών προσπαθήθηκε να περιοριστεί,
κατόπιν και της πολυδάπανης κυρίως ταφής, αλλά αλλού συστηματοποιήθηκε (π.χ.
ήρωες προστάτες των πόλεων)
Απόδειξης το κατηγορητήριο εναντίον του Σωκράτη : «Ἀδικεῖ
Σωκράτης οὕς μέν οἱ πόλις νομίζει θεούς οὐ νομίζων, ἕτερα καινά δαιμόνια
εἰσφέρων»
Επίσης οι δούλοι είναι
υποχρεωμένοι
να συμμετάσχουν στις λατρείες των θεών των αφεντάδων τους.
Το μαντείο των Δελφών σε εξαιρετικές περιπτώσεις αποβαίνει
ανώτατος ρυθμιστής και οδηγός της λατρείας των πόλεων και στο οποίο πάντες οι
έλληνες προσέτρεχαν εν καιρώ μεγάλων αναγκών δίνοντάς του κατά αυτόν τον
τρόπο πανελλήνιο κύρος.
Στο τέλος της περιόδου θα προστεθούν, μέσα από την λατρεία
των θεών, και οι λατρείες των αρχηγών και των ηρώων οι οποίοι πλέον θα είναι
οι προστάτες και φύλακες των πόλεων.
Άνθρωπος: μετά την εισαγωγή των ρευμάτων
(Ορφικό, Διονυσιακό) καταργείται η μοιρολατρία του θανάτου και ο άνθρωπος
προσπαθεί να λυτρώσει εαυτόν από την υλική υπόσταση.
ΟΡΦΙΚΟ: εισάγει νέα
στοιχεία αλλότρια 1) παρουσιάζει ιδρυτή και προφήτη και αποτελεί θρησκευτική
αίρεση 2) πιστεύει στην διπλή αρχή του ανθρώπου, θεία και τιτανική 3) θεωρεί
την ψυχή καλή και το σώμα κακό το οποίο αποτελεί τον τάφο της πρώτης γι αυτό
και αυτή πρέπει να λυτρωθεί από αυτό 4) καλλιεργεί τα μυστήρια, τους
καθαρμούς, την νηστεία, και την αποφυγή ορισμένων τροφών και καθόλου την
άσκηση ώστε να απαλλαγή ο άνθρωπος από την τιτανική του φύση 5) πιστεύει στην
μεταθανάτιο δίκη και ανταπόδοση (πρώτες απεικονίσεις την κόλασης) 6)διδάσκει
την μετεμψύχωση 7) οι μυημένοι στα ορφικά είναι καθαροί και απαλλαγμένοι από
τα μολύσματα των αμύητων 8) οι ασκούντες τους καθαρισμούς προσπαθούσαν να
διαδώσουν την διδασκαλία (προσηλυτισμός)
|
Ελληνιστική και Ρωμαϊκή Θρησκεία
Η άγνωστη θεά της Μυκόνου
1ος-2ος αιώνας μ.Χ. Ο αριθμός «12» είναι περισσότερο συμβατικός παρά
πραγματικός
|
Τα χρόνια του Αλεξάνδρου και κατόπιν η Ρωμαϊκή κυριαρχία
θα κλονίσουν κι άλλο τις αντιλήψεις τις εποχής παρόλο ότι οι παλαιότερες
λατρείες των πόλεων συνεχίζουν να υφίστανται. Η δημιουργία όμως κρατών και η
παρακμή των πόλεων θα οδηγήσουν στην μερική πτώση των προστατών των πόλεων
και θα υπάρξει μια μεταστροφή προς την πανελλήνια μορφή των θεών. Τα μυστήρια
επιτρέπονται πλέον σε όλους και όχι μόνο στους πολίτες. Η κοινωνικές αλλαγές
θα παίξουν κι αυτές μεγάλο ρόλο καθότι πλούσιοι θα πτωχύνουν και μισθοφόροι
θα γυρίσουν πίσω πάμπλουτοι. Η επιρροές από την ανατολή θα είναι πάμπολλες
και οι θρησκευτικές αντιλήψεις θα υποστούν αλλαγές σπουδαίες και ουσιώδεις. Η
μυστική σκέψη (μυστήρια και ορφικά) που είχε διεισδύσει στην αρχαία θρησκεία
θα εκτοπίσει και τα τελευταία λείψανα του θρησκευτικού ορθολογισμού. Σε αυτό
θα βοηθήσει και η εισαγωγή των ανατολικών θεοτήτων λ.χ. της Ίσιδος και του
Μίθρα που σπεύδουν να μιμηθούν την σωτηρία και απολύτρωση που ποθούσαν τότε
οι άνθρωποι.
Θεότητες: Τα τελευταία λείψανα του ορθολογισμού
καταργούνται και υπάρχει εισαγωγή νέων εξ ανατολών θεοτήτων όπως
1. Ίσιδος
2. Μίθρας
3. άλλες
Στις οποίες τείνουν να προσχωρήσουν πολλοί που αναζητούν
την λύτρωση των ψυχών τους. Λόγω ακριβώς της ανάγκης για λύτρωση εισχωρούν οι
αστρολογικές προβλέψεις και εισάγεται και η ιδέα της «Τύχης». Θα λατρευτούν
Μακεδόνες Βασιλείς καθώς και Ρωμαίοι και Αιγύπτιοι. Το σημαντικό είναι ότι
ενώ παλιότερα υπάρχει διαχωρισμός και σύγκριση μεταξύ θεοτήτων από εδώ και
στο εξής υπάρχει ΤΑΥΤΙΣΗ και αναλογία θεοτήτων με άλλες ξένες προς τον
ελλαδικό χώρο θρησκείες καθόσον δεν υπάρχουν και όρια μεταξύ λαών. Έτσι
πραγματοποιείται μια σταθερή πρόοδος ΤΑΥΤΙΣΗΣ του ΘΕΙΟΥ Π.χ.
ταύτιση Αιγυπτίων θεών προς ελληνικούς, από επιγραφή Πτολεμαίου Η’ : «Χνούβει
τό καί Ἄμωνι, Σάτι τη καί Ἦρα, Ἀνούκει τη καί Ἑστία, Πετεμπαμέντει τῷ
καί Διονύσω, Πετενοήτει τῷ καί Κρόνω, Πετενσήτει τῷ καί Ἑρμῆ, θεοίς
μεγάλοις». Ο ρωμαίος ποιητής
Apoulejusταυτίζει την Ίσιδα με την Φρυγική μητέρα των θεών, έπειτα με την
Αθηνά, την Αφροδίτη της Πάφου, την Δίκτυνναν των Κρητών, την Περσεφόνην των
Σικελών, την Δήμητρα της Ελευσίνας, την εκάτη, την Ραμνουσία, την Belona.
Η φιλοσοφία θα οδηγήσει επίσης σε νέους προβληματισμούς
καθώς είναι ενάντια στην θρησκεία (που εξηγεί τα παράλογα) και προσπαθεί να
εξηγήσει μύθους, θεούς και λατρείες. Μέρος των φιλοσοφικών συστημάτων ήταν ανακηρυγμένα ενάντια στην
θρησκεία της οποία έλεγχε τα παράλογα. Αλλά και τα άλλα που την υποστήριζαν
ήταν το ίδιο επικίνδυνα γι’ αυτήν γιατί την νόθευαν πολλαχώς το πνεύμα
και το νόημα Προς το τέλος της περιόδου θα επηρεασθεί και η φιλοσοφία από την
θρησκεία και οι νεοπλατωνικοί και νεοπυθαγόριοι θα έχουν εμφανή θρησκευτικό
και μυστικιστικό χαραχτήρα.
|
Λαϊκή Θρησκεία και Δεισιδαιμονία
Πήλινο ειδώλιο ένθρονης
γυναικείας θεότητας με πόλο από την Σάμο (6ος αιώνας π.Χ.). (φωτ.
Ι. Πατρικιάνος). (Πηγή Φώτο: Περιοδικό Αρχαιολογίας - Ιστορίας των Πολιτισμών
«Corpus», τεύχος 47, Άρθρο «Δεσποτικό, η ανακάλυψη ενός Ιερού με πανελλήνια
ακτινοβολία στο μικρό νησί των Κυκλάδων», Γιάννος Κουράγιος - Σοφία Λετοράτου
- Bryan Burns, σελίδα 47])
|
Παράλληλα με την θρησκεία των Ολυμπίων θεών όπως
διαπλάστηκαν από τους ποιητές και ορίστηκαν από τους νομοθέτες, υπάρχουν πάρα
πολλές τοπικές λατρείες που φέρουν πρωτόγονο χαραχτήρα όπως αναφέρει και η
περιήγηση του Παυσανία, η οποία αποτελεί και λαογραφικό θησαυρό για την
Ελλάδα Η πίστη σε ένα μεγάλο σύνολο αντικειμένων δημιούργησε ένα σωρό
δεισιδαιμονίες όπως π.χ. η αντίληψη ότι η επιληψία είναι ιερή νόσος (όπως
φαίνεται από τον ορθολογιστή Ιπποκράτη ο οποίος φέρεται ενάντια σε αυτούς που
πιστεύουν σε αυτές τι δοξασίες), στην θεραπεία μέσω καθάρσεων και εδεσμάτων
κρεμμυδιών, τράγων, χοίρων κ.α., η απαγόρευσης μαύρου μανδύα, το δίπλωμα των
ποδιών ή των χεριών. Οι δεισιδαιμονίες μαρτυριούνται επίσης από την παρουσία
αγυρτών και μάγων που μπορούν να δύσουν τον ήλιο, την σελήνη, να προκαλέσουν
κακοκαιρία κ.α. Ενώ ο χρόνος περνούσε και αναπτύσσονταν η φιλοσοφία και οι
επιστήμες αντιθέτως η δεισιδαιμονία και η μαγεία ολοένα μεγάλωναν με
αποκορύφωμα τους Ρωμαϊκούς χρόνους όπου και τα μαγικά φαινόμενα γίνονται
θέματα συζήτησης στους φιλοσοφικούς κύκλους. Κατά τις μαγικές επικλήσεις
καλούνται Ελληνικοί, Αιγύπτιοι, Εβραϊκοί και λιγότερο Βαβυλωνιακοί και
Περσικοί θεοί. Πολύ λιγότερο καλείται και ο Χριστός.
Μονομάχοι και Δεισιδαιμονία : κατά τους
Ρωμαϊκούς χρόνους κατά τον θάνατο ενός μονομάχου, οι επιληπτικοί έπιναν το
αίμα του διότι η δεισιδαιμονία της εποχής πίστευε ότι το αίμα του μονομάχου
γιατρεύει αυτήν την αρρώστια (επιληψία).
Θεότητες: πίστη σε δυνάμεις που
διαμένουν σε πέτρες, ξύλα, δένδρα και ζώα και ανθρώπους. Έτσι στους Δελφούς
λατρεύονταν η πέτρα που κατάπιε ο Κρόνος, στη Θέσπη ο Έρως με τη μορφή
άξεστου λίθου κ.α. Επίσης θεοποιημένα ήταν και τα στοιχεία της φύσης π.χ.
αέρας, γη, νερό.
Λατρεία: υπάρχει εκείνη των, λίθων των
φυτών, τα οποία πιστεύονταν ότι είχαν αυξητικές ικανότητες, γι αυτό και η
πολλή χρήση του στεφανώματος, ή του μαστιγώματος με φυτά όπως π.χ. στην
Σπάρτη στο βωμό της Αρτέμιδος μαστιγώνονταν οι έφηβοι. Από τα ζώα λατρεύονται
διάφορα οστά και τα δόντια τα οποία χρησιμοποιούνται σαν φυλαχτά ή σαν οστά
με μαγικές ιδιότητες καθότι πιστεύονταν ότι οι θεότητες έπαιρναν πολλές φορές
την μορφή των ζώων π.χ. η Ήρα βόδι, ο Απόλλων σαν λύκος, ο Διόνυσος σαν
ταύρος κ.α. Λατρεύονταν μερικοί δαίμονες οι οποίοι και παρουσιάζονται με πόδια
ζώων
|
Η ΛΑΤΡΕΙΑ ΛΙΘΩΝ ΩΣ ΕΡΜΗΣ, ΣΠΑΘΙΟΥ ΩΣ ΑΡΗΣ, ΠΑΡΑΘΥΡΩΝ - ΘΥΡΩΝ ως ΙΑΝΟΣ ή ΠΕΡΙ ΟΝΟΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΠΟΥΡΑΝΙΩΝ ΘΕΩΝ
Τα κάτωθι είναι αντλημένα από το Περιοδικό Ιχώρ, τεύχος 39, σελίδα 92 κ. εξ, άρθρο «Η Ονοματολογία των Επουράνιων
Θεοτήτων» του Γιώργου Ηλιόπουλου και είναι μια απόδειξη της αλλαγής του ρόλου
των πρωτόγονων αρχαίων θεών στο πέρασμα του χρόνου από τους αρχαίους
πολιτισμούς π.χ. από λατρεία λίθων σε Ερμή, από λατρεία Σπαθιού στον Άρη κ.α.
ΑΠΟΛΛΩΝ ως κτηνοτροφικός θεός
Σελ. 101= Μια εξέχουσα φυσιογνωμία, που η ονομασία της
ανάγεται χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, με βάση τα φωνητικά και ετυμολογικά
αξιώματα, στο αρχικό στοιχείο, το οποίο αποτελεί την αφετηρία του σχηματισμού
και της διαμόρφωσής της, είναι ο Απόλλων. Πρώτοι οι Preller και Robert [L.
Preller: Griechische Mythologie («Ελληνική Μυθολογία»), Carl Robert, Berlin
1984], αναγνωρίζουν την ταυτοτική αλληλουχία Απέλλων /Απόλλων, που οδηγεί άμεσα
στον όρο ὁ (θείο στοιχείο) της απέλλας, δηλαδή
της αγέλης, του κοπαδιού με σχηματισμό του ονόματος κατά τα κίβδη /κίβδων
(κατάλοιπα μετάλλου, σκωρία /μεταλλωρύγχος), αγαθός /Αγάθων, φίλος /Φίλων [K. Brugmann: Grunfriss der Vergleich Grammatik
(«Γενικό Πλαίσιο συγκριτικής γραμματικής») ii, 1, Strassburg 1906, σελ. 300]. Στην αφετηρία της εμφάνισής του,
ο Απέλλων είναι μια ειδικού τύπου θεότητα, ὁ (το
θείο στοιχείο) των βουστασίων, η οποία σταδιακά αποκτά τα ευρύτερα
χαρακτηριστικά ενός κτηνοτροφικού θεού, με τα οποία εμφανίζεται στα Ομηρικά έπη
[Όμηρος: Ιλιάς ii, 766 & xxi, 448 ff] συνοδευόμενος από τα επίθετα Λύκιος
(ο απομακρύνων τους λύκους για την προστασία των οικόσιτων ζώων),
Καρνείος (από τον όρο «Κάρνος» που
δηλώνει αγέλη ζώων) και Νόμιος (από τον όρο «Νόμος» που δηλώνει έκταση
νομής ζώων). Πιθανώς τα επίθετα αυτά ανακλούν μια προγενέστερη ύπαρξη
αντίστοιχων ανεξάρτητων θεοτήτων, που ενσωματώνονται στην προσωπικότητα του
Απόλλωνος.
ΕΡΜΗΣ ως λατρεία λίθου
Σελ. 102= Μια άλλη φυσιογνωμία του πανθέου των Ολυμπίων που
ακολουθεί φαινομενικά την διαδικασία σχηματισμού και διαμόρφωσης κατά τα
πρότυπα του Απόλλωνος, είναι ο Ερμής. Οι Preller και Robert [L. Preller:
Griechische Mythologie («Ελληνική Μυθολογία», Carl Robert, Berlin 1984)
εντοπίζουν την ταυτοτική αλληλουχία: Ερμείας / Ερμής (έρμα / λίθος, σκόπελος,,
ύφαλος, έρμακες, σωροί λίθων), που οδηγεί άμεσα στον όρο ὁ
(το θείο στοιχείο) των λίθων. Στην πραγματικότητα όμως η θεότητα
ανάγεται σε μια περίοδο κατά πολύ προγενέστερη, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως
από την λατρεία των λίθων και συνδέεται άμεσα και με την λατρεία των προγόνων.
Ειδικότερα η λατρεία των λίθων επιβιώνει και κατά την κλασσική περίοδο στον
Ελλαδικό χώρο [Παυσανία: Ελλάδος Περιήγησης, vii, 22, 4 & ix, 38, 1, vol
IV, Loeb, Harvard University Press], ενώ και ο Ξενοφώντας τονίζει στην απολογία
του, μεταξύ των άλλων, επισημαίνει πως : «Τοὺς μὲν
οὐθ’ ἱερὸν οὔτε βωμόν, οὔτε ἄλλο
τῶν θείων, οὐδὲν τιμᾶν, τοὺς δὲ καὶ
λίθους καὶ ξύλα τὰ τυχόντα καὶ θηρία
σέβεσθαι»«Οι μεν δεν τιμούν, ούτε τα ιερά, ούτε τους βωμούς, ούτε
κάποιο άλλο στοιχείο των θείων, οι δε σέβονται και λατρεύουν λίθους, τυχαία
ξύλα ακατέργαστα και θηρία» [Ξενοφών: Απολογία Σωκράτους, Vol Iv. Loeb, Harvard
University Press]
ΕΡΜΗΣ & ΝΕΚΡΟΙ ως λατρεία λίθων
Σελ. 104= Οι αρχαϊκές οδοί και ατραποί αποτελούν κατά την
περίοδο αυτή, τα προτιμότερα σημεία για την δημιουργία των κοινών μνημάτων, αφ΄
ενός μεν διότι τα ταφικά μνημεία των φατριών είναι ορατά από απόσταση χωρίς
δυσκολία και αφ’ ετέρου, διότι κατά κανόνα οριοθετούν την έκταση της
περιοχής κάθε φατρίας, που προστατεύεται από τα πνεύματα των προγόνων. Οι
πεποιθήσεις αυτές είναι ιδιαίτερα ισχυρές στην Ελλάδα καις την Ρώμη, όπως
αποδεικνύεται από πληθώρα ευρημάτων [I. Muller: Die Griechischen Privataltermurer
(«ελληνικοί αρχαϊκοί τύμβοι»), Leipzig 1893, σελ. 221 & J.
Marquardt: Das Privatleben Der Romer, I & ii, Leipzig
1879 & 1882, σελ. 351] , ενώ ανάλογες πεποιθήσεις επικρατούν και στην
Μεσσοποταμία [I. Muller,
προαναφερόμενο έργο, σελ. 26]
Αλλά και στο «Χρονικό του Νέστορος» [F. Miklosich: Die
christliche Terminologie Der Slavischen Sprachen, Dwan, («Χριστιανική ορολογία
των σλαβονικών γλωσσών») 1876, σελ. 7], διασώζεται η πληροφορία πως οι σλαβικοί
λαοί των Radamices, Vjatici & Severjanes, διατηρούν την συνήθεια να τοποθετούν
τις στάκτες των νεκρών μέσα σε μια μικρή τρεφροδόχο, την οποία εναποθέτουν σε
ένα στύλο («na stolpe:εν στύλω») στις άκρες των οδών. Παράλληλα, ο τσεχικός όρος
«hranice» που υποδηλώνει το όριο, το σύνορο, ενέχει και την έννοια του νεκρικού
τύμβου και της νεκρικής πυράς [M. Kotljavevskij: On the Burial Rites of The
Pagan Slavs («Ταφικά έθιμα των παγανιστών Σλάβων»), St. Petesburg Academy of
Sciences, xlix, σελ. 123].
Διαφαίνεται ότι κατά την διάρκεια της πρώιμης περιόδου των
Ευρωπαίων, οι λίθοι συνιστούν το κυρίαρχο σύμβολο των προγονικών μνημείων, από
τα οποία αναδύεται η αρχαϊκή προσωπικότητα του Ερμή με την ιδιότητα ενός
διακριτού θείου στοιχείου, που συνδέεται συλλογικά με τους νεκρούς προγόνους. Σε
περιοχές όπου η διείσδυση του Χριστιανισμού είναι σχετικά πρόσφατη, η λατρεία
των λίθων αυτών διατηρείται έντονα. Το 1853 ο Ιησουΐτης μοναχός Rostowski, σε
αναφορά του προς το τάγμα του, τονίζει πως: «Antiquaecolonis superstitions…
alibi akmodius» [Μτφ: «Προλήψεις και προκαταλήψεις περιβάλλουν τις αρχαίες
στήλες… σε άλλα μέρη ο Akmo» (Ελληνικά: άκμων / λίθος,α μόνι), είναι ένας
μεγαλοπρεπής λίθος].
Ο ίδιος μοναχός, σε άλλο σημείο επισημαίνει ότι: «Saxa pro
diis culta - quae illi lingua patria Atmeschenes Viete, adiectorum snilicet loca»
[Μτφ: «Οι λίθοι είναι θεοποιημένοι -όπου στην πατρική τους γλώσσα, σε πολλά μέρη
η λατρεία είναι γνωστή ως Atmeschenes Viete» (Λιθουανικά: atmeschanas wieta /
συγγενείς των ψυχών)] [A. Bruckner: Archiv Fur Slavische Philologie («Αρχείο
Σλαβικής Φιλολογίας») ix. 33 ]
Ο Matthaeus Praetorius προσφέρει ακόμη μια σημαντική
πληροφορία καθώς καταγράφει πως «Πριν από μερικά χρόνια,σ ε μια περιοχή, σε
μικρή σχετικά απόσταση από το Gumbinne και το Bisserkeim, σε ένα πευκόφυτο
άλσος, υπάρχει ένας μεγάλου ύψους λίθος, που θεωρείται ιερός και στον οποίο οι
κάτοικοι της περιοχής προσφέρουν χρήματα, ενδύματα και άλλα αντικείμενα [Delicoe
Prussicoe, Oder Preussische Shaubuhne («Εικόνες της Πρωσσίας. Η έκθεση σκηνών
της πρωσσικής ζωής») 1645, W. Pierson, Berlin 1871, σελ. 121]»
Τα φαινόμενα αυτά απηχούν συνθήκες επικρατούν προ τριών
χιλιετηρίδων τουλάχιστον στην Ελλάδα, καθώς ο Όμηρος [Οδύσσεια xvi, 471],
προσδιορίζει συγκεκριμένο χώρο, με τον όρο «Έρμαιος Λόφος», τονίζοντας πως «Τὸ
γὰρ ἴδον ὀφθαλμοίσιν· ἤδη ὑπὲρ πόλιος ὄθι θ’ Ἕρμαιος λόφος ἔστιν».
Η παρατήρηση του Ομήρου συσχετίζεται με το γεγονός ότι από
αρχαιοτάτων χρόνων, οι σωροί των λίθων σε μορφή τύμβων, μικρού σχετικά
μεγέθους, αποκαλούνται στην Ελλάδα «Ἔρμαιοι Λόφοι».
Η σχέση των συμβόλων αυτών με αρχέγονα προγονικά μνημεία, τα οποία οριοθετούν περιοχές
διαφορετικών φρατριών, οδηγώντας στην ανάδυση ενός πρώιμου οδικού δικτύου, το
οποίο ουσιαστικά ταυτίζεται με τις οριογραμμές των εκτάσεων των φρατριών,
εξηγεί την μεταγενέστερη αντίληψη που θεωρεί τον Ερμή ως τον προστάτη των οδών,
αλλά και την τοποθέτηση ειδικών δεικτών, υπό την αιγίδα του, σε διάφορα σημεία
στις πλευρές των οδών. Η παράδοση αυτή διατηρείται και κατά την ελληνορωμαϊκή
περίοδο, κατά την διάρκεια της οποίας οι οδοδείκτες αποκαλούνται «Ἕρμαιοι λόφοι» .
Κατά μία άποψη, η παράδοση των οδοδεικτών προέρχεται από
πανάρχαια συνήθεια των ανθρώπων να εκκαθαρίζουν τα οδικά δύκτια της εποχής από
τους λίθους, τους οποίους συσσωρεύουν σε τύμβους στις πλευρές των οιδών προς
τιμή του Ερμού, όπως προδίδει η έκφραση «Ἕρμακας λίθους
σεσσωρευμένους εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ»
[Φαβωρίνος, Ερμαί]. Στα σημεία αυτά, συχνά τοποθετούντο προσφορές, κυρίως ξηρά
σύκα για τους ταξιδιώτες, που παράλληλα αποτελούν θυσία προς τον Ερμή, οι
οποίες ορίζονται ως «ἕρμαια», όρος που
προσδιορίζει το κοινό εύρημα. Το αρχέγονο θείο στοιχείο, η θεότητα των λίθων, ο
πρώιμος Ερμείας, ο μεταγενέστερος Ερμής του Ομήρου.
Ο ΘΕΟΣ ΙΑΝΟΣ ως ΠΑΡΑΘΥΡΑ και ΠΟΡΤΕΣ, ο θεός ΑΡΗΣ ως ΣΠΑΘΙ και η θεά ΣΕΛΗΝΗ ως ΣΚΟΤΟΣ
Στους Ρωμαίους ο Ιανός αρχικά αποτελεί το θείο στοιχείο
των θυρών, είναι ο μυκηναϊκός πότις θυρών (ο άρχων των θυρών), όσο και αν
φαίνεται παράδοξο με βάση τα σύγχρονα δεδομένα, το εάν
και κατά πόσο αποτελεί έκφανση του θείου στοιχείου η λειτουργία των θυρών και
των παραθύρων [P. Kretschmer: einleitung in die Geschichte der Griechische
sprache](εισαγωγή στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας) Gottigen 1896, σελ. 161
Κατά τρόπο ανάλογο, στους τευτονικούς λαούς αναπτύσσεται μια πληθώρα θεοτήτων
ειδικότερα ο Saxnot (sax και seax/ μάχαιρα, not/εταίρος, σύντροφος) συνιστά το
θείο
στοιχείο που συνδέεται με το μακρύ ξίφος, δηλώνοντας στην κυριολεξία τον
φορέα του ξίφους. Μια πρώιμη λατρεία του ξίφους, με μεγάλη γεωγραφική εξάπλωση
σε ολόκληρη σχεδόν την Ευρώπη, στοιχείο που πιστοποιείται από τα αρχαιολογικά
ευρήματα που ανάγονται στους σκύθες, στους Αλανούς και, στους Κουάδους [J.
Grimm: Deutsche Mythologie («Γερμανική Μυθολογία»), I & II, Gottingen
1854,i, σελ. 185]. Ήδη από την μυκηναϊκή περίοδο ή και την μινυακή το άορ
/μακρύ ξίφος και ο άρης/βλαπτικός, καταστροφικός, ολέθριος, φέρουν στο
προσκήνιο τον Άρη, ο οποίος από την πρώιμη λατρεία του θείου στοιχείου του
ξίφους, ανελλίσεται στο πάνθεον των Ολυμπίων, ακριβώς όπως ο Saxnot
ανελλίσεται ως ισοδύναμος των επουράνιων Thunara και Wodan [H. Braune:
Althochdeutsches Lesenbuch («Αναγνωστικό της παλαιάς γερμανικής») Halle 1888,
σελ 159
Έτσι και ο Requalivahanus (γοτθικό riqis, ταυτόσημο
ετυμολογικά του ελληνικού έρεβος/σκότος), είναι αρχικά το θείο στοιχείο
του σκότους, που λατρεύεται με χορούς κατά την διάρκεια της πανσελήνου , αλλά
τελικά ανελίσσεται ως ισοδύναμος της Σελήνης κατά την ελληνορωμαϊκή περίοδο,
όπως προδίδει η αναθηματική επιγραφή του Κουίντου Αππιανού, που θυσιάζει και
δεσμεύεται με όρκους προς τον Requalivahanus στις όχθες του Ρήνου, κατά την
περίοδο που προφανώς έχει μετατεθεί στις φρουρές της Γερμανίας [Μουσείο
Κολωνίας]
Πηγή: Περιοδικό Ιχώρ,
τεύχος 39, άρθρο «Η Ονοματολογία των Επουράνιων Θεοτήτων», Γιώργος
Ηλιόπουλος, σελίδα 92 κ. εξ.
ΟΙ ΑΡΓΟΙ ΛΙΘΟΙ
(Οι ακατέργαστες πέτρες)
Δια του ονόματος τούτου χαρακτηρίζονταν υπό των αρχαίων λίθοι
ουδεμία παρουσιάζοντες ανθρώπινη μορφή, αλλά εν’ τούτοις σημαίνοντες ορισμένη
θεότητα, δαίμονα ή ήρωα. Αρχικά οι ιεροί αυτοί λίθοι ήταν σύμφωνα με το όνομά
τους εντελώς ανεπεξέργαστοι, αλλά αργότερα επικράτησε η συνήθεια να
διαμορφώνονται εις απλά γεωμετρικά σχήματα, ως το του κώνου, της πυραμίδος, του
κίονα κ.τ.λ. Διδακτικό ως προς τούτο είναι το χωρίο του Παυσανία εν VII, 22, 4,
όπου προκειμένου περί της αγοράς των Φαρών της Αχαΐας αναφέρεται ότι υπήρχαν
εμπεπηγμένοι εις το έδαφος τριάκοντα τετράγωνοι λίθοι, δηλώνοντας ο καθείς
ορισμένη θεότητα. Παρά πάντως την απλή επεξεργασία τους ο περιηγητής καλεί και
τούτους αργούς λίθους.
Η λατρεία των αργών λίθων είναι παμπάλαια και παγκόσμια, Ουχ
ήττον και κατά την ύστερη εποχή του Παυσανία πολυάριθμοι ήσαν εις τους διάφορους
ελληνικούς τόπους οι μεγάλως τιμώμενοι ιεροί αυτοί λίθοι. Πόθεν επήγασε η
λατρεία αυτή των τυχαίων άμορφων λίθων δεν είμαστε πάντοτε εις θέση να κρίνουμε,
διότι είναι αδύνατον να παρακολουθήσουμε, μάλιστα εις τις λεπτομέρειες, την
ψυχολογία του πρωτόγονου ανθρώπου.
Αλλά είναι εύκολο να εννοήσουμε, πόθεν προσέλαβαν την θεία
ιδιότητα μερικοί εκ των αργών λίθων. Παρά το Γύθειον λατρεύονταν ευμεγεθής
λίθος, ονομαζόμενος Ζεύς Καππώτας (Παυσ. ΙΙΙ, 22,1),
όστις κατά την δωρική διάλεκτο εσήμαινε τον εκ του ουρανού καταπεσόντα
Δία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται περί
αερολίθου πραγματικού ή υποθετικού, του οποίου η θεία καταγωγή και η ιδιότητα
ήταν πρόδηλος. Επίσης φανερό είναι, πως ο Ζεύς Κεραυνός
λατρεύονταν ως λίθος μικρός, επειδή κατά την παγκόσμια λαϊκή αντίληψη τον
κεραυνό αποτελούσε λίθινο σωμάτιο εξακοντιζόμενο εκ του ουρανού (πρβλ. σημερινό
αστραπόβολο ή αστροπελέκι). Προς τούτοις αν κρίνουμε εκ του σήμερον ως
θαυματουργών θεωρούμενων μικρών πολύτιμων λίθων, ως είναι η λεγόμενη γαλόπετρα,
λευκός όνυξ, και ο ματοστάτης, ερυθρωπός όνυξ ή αμέθυστος, εννοούμε γενικώς, ότι
και οι παλαιοί θα είχαν παρόμοιους λόγους εκ του ιδιαίτερου αυτών πνευμνατικού
κόσμου, ώστε να πιστεύουν εκάστοτε εις την θεία ιδιότητα και φύση των λίθων.
Η λατρεία των αργών λίθων δεν περιορίζεται εις την ελληνική
αρχαιότητα. εις την Αίγυπτο ο μέγας ηλιακός θεός Reh
λατρεύονταν ως οβελίσκος. Κατά την σημιτική ανατολή ήσαν συνηθέστατοι. Μάλιστα
το σημητικό όνομα Bet-El του
ιερού λίθου, σήμαινε οἷκον θεοῦ, ήταν τόσο
διαδεδομένος, ώστε παραλήφθηκε και από τους Έλληνες ως βαίτυλος. Και εξ Ευρώπης έχουμε αργούς λίθους εκ της παλαιάς μεγαλιθικής
λεγόμενης εποχής, ως είναι οι πελώριοι όρθιοι λίθοι της Bretagne της Γαλλίας, οι λεγόμενοι Menhirs.
Ανά την Ελλάδα αναφέρονται πολυάριθμοι τοιούτοι λίθοι, προ πάντων από τον
Παυσανία. Κατά τον Ορχομενό της Βοιωτίας π.χ λατρεύονταν οι Χάριτες ως τρεις
αυτοφυείς πέτρες. Εις τις Θεσπιές η μάλιστα τιμώμενη εικόνα του
Έρωτα ήταν τοιούτος αργός λίθος. Στον Υηττό της
Βοιωτίας ο Ηρακλής τιμώνταν εντός του ναού ως
άμορφος λίθος. Εις τον Κύζικο στηλὶς τριήρης,
δηλαδή τριπλή , δήλωνε τις τρεις Χάριτες. Στην Σικυώνα, τον
Δία Μειλίχιον παρίστανε απλή πυραμίδα, την δε
Ἀρτέμιδα Πατρώαν στύλος. Εις τα Μέγαρα τον
Ἀπόλλωνα Καρινὸν τιμούσαν σε σχήμα «πυραμίδος
οὐ μεγάλης» (Παυσ. Ι 44,2). Ο Απόλλων ως
Ἀγυιεὺς
εικονίζονταν πολλαχού ως κίονας λήγοντας άνω εις οξύ, όπως τούτο
παρατηρείται επί νομισμάτων των Μεγάρων, του Βυζαντίου, της Αμβρακίας και
πολλών άλλων Ηπειρωτικών πόλεων. Στο Μουσείο της Κέρκυρας διατηρείται
απαραγνώριστος ούτος Απόλλων Αγυιεύς, ως προ ολίγου υπέδειξα. Αλλά οι
πολυαριθμότεροι διατηρούμενοι αργοί λίθοι υπάρχουν στο Μουσείο της Τεγέας,
προερχόμενοι εκ της περιοχής της πόλεως και εκ του Παλλαντίου και
Μαντινείας. Είμαι μικροί τετράγωνοι στυλίσκοι κοσμούμενοι άνω δι’ απλής
πυραμίδας. Επιγραφές επ’ αυτών ως Διός Στορπάω, Διὸς Πασίω,
Ἄρτεμις, Δρίμων Ἀγαθός, Ἤρως, αίρουσι πάσα αμφιβολία. Επί της
παρατιθεμένης εικόνας παριστάνονται κατά τον αυτό τρόπο επί μίας μαρμάρινης
πλάκας οι τρεις Νύμφες, ως το όνομα Νυμφᾶν
φανερώνει.
Βιβλιογραφία
1. Lexicon Daremberg-Saglio εν. λ. Argoi lithoi
2. Κ. Α. Ρωμαίου, Αρκαδικαί Ερμαί εν. Αρχ. Εφημ. 1911, σελ.
149-159
Πηγή: Κ. Α. Ρωμαίος, Καθηγητής της Αρχαιολογίας εις το
Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ε΄,
σελ. 376
«Οι παραστάσεις της θεάς [Μεγάλης Θεάς - Αφροδίτης στην
Κύπρο] -λέει ο κ. Ράπτου (1) - δεν ήταν ανθρωπόμορφες, αλλά σύμβολό της ήταν
ένας κωνικός λίθος που τον έχουμε βρει...
Πηγή: Ένθετο της Ελευθεροτυπίας, Γέω
Σημειώσεις
1. Δρ. Στάθης Ράπτου, διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Λιόν,
αρχαιολογικός λειτουργός Πάφου και υπεύθυνος των ανασκαφών στην περιοχή
ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΤΟΥ ΠΑΥΣΑΝΙΑ
Παυσανία, Βοιωτικά (9), 24,
3: «Στην Ύηττο υπάρχει ναός του Ηρακλή, από τον
οποίο άρρωστοι είναι δυνατόν να βρουν γιατρειά· η λατρευτική του εικόνα δεν
είναι άγαλμα καλλιτεχνικό, αλλά λίθος αργός, όπως συνηθίζονταν τον παλιό
καιρό».
Παυσανία, Βοιωτικά (9),
27, 1: «Οι Θεσπιείς τιμούν ανέκαθεν πιο πολύ απ’ όλους τους θεούς τον
Έρωτα και έχουν άγαλμά του παλαιότατο, ένα αλάξευτο
λίθο».
Παυσανία, Βοιωτικά (9), 38,
1-2: «Τιμούν [οι κάτοικοι του Ορχομενού] ιδιαίτερα τους λίθους, οι οποίοι,
κατά την παράδοση, είχαν πέσει από τον ουρανό».
Παυσανία, Αχαϊκά (7), 22,
4: «[στις Φαρές] πολύ κοντά στο άγαλμα είναι στημένοι λίθοι τετράγωνοι, περί
τους τριάντα, που οι Φαρείς τούς λατρεύουν δίνοντας σε καθένα το όνομα
κάποιου θεού· στα παλιότερα χρόνια όλοι οι Έλληνες απέδιδαν θεϊκές τιμές σε
αλάξευτους λίθους, οι οποίοι είχαν τη θέση των αγαλμάτων».
Παυσανία, Λακωνικά (3), 22,
1: «Από το Γύθειο απέχει τρία περίπου στάδια ένας άμορφος λίθος, πάνω στον
οποίο λένε πως κάθισε ο Ορέστης και θεραπεύτηκε από τη μανία· γι’ αυτό ο
λίθος ονομάστηκε Ζεύς καππώτας στη δωρική
διάλεκτο».
Παυσανία, Αρκαδικά (8), 42,
4: «Το άγαλμα [της Δήμητρας] λένε πως είχε την
εξής μορφή: η θεά παριστάνονταν σα μια γυναίκα καθισμένη σε βράχο, η οποία
όμως είχε κεφάλι και κόμη αλόγου».
Παυσανία, Αττικά (1), 44, 2
«Μέσα στο παλαιό γυμνάσιο κοντά στις πύλες που λέγονται Νυμφάδες, υπάρχει
λίθος σε σχήμα πυραμίδας, όχι μεγάλης. Τον λίθο αυτόν τον ονομάζουν Απόλλωνα
καρινόν»
Έριχνε πέτρες και φύτρωναν άνθρωποι & ΟΒΕΛΙΞ
ΔΟΓΜΑ
Στην αρχαία Ελλάδα δεν υπάρχει δόγμα, καθόσον κάθε πόλη έχει τους δικούς της βωμούς,
λατρείες και μύθους. Βέβαια προσπάθησαν πολλές φορές οι Ελληνικές πόλεις να
ορίσουν μια σταθερότερη λατρεία, όπως φαίνεται από επιγραφές, αλλά ποτέ δεν
ορίστηκε ένα σταθερό δόγμα.
Δεν ευσταθεί
η άποψη περί ελεύθερης πίστης στην αρχαία Ελλάδα:
«Ἀδικεῖ Σωκράτης οὕς μέν οἱ
πόλις νομίζει θεούς οὐ νομίζων, ἕτερα καινά δαιμόνια εἰσφέρων»
κατηγορητήριο έναντι φιλοσόφου Σωκράτη
«Σωκράτης ἀδικεῖ καὶ περιεργάζεται ζητῶν τά τε ὑπὸ γῆς καὶ
οὐράνια καὶ τὸν ἥττω λόγον κρείττω ποιῶν». Κατηγορία στο δικαστήριο του
Λύκωνα και Μελήτου προς την ασέβεια του Σωκράτη, όπως περιγράφεται στην Απολογία
του Πλάτωνα (Πηγή: Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Κ΄,
σελ. 298)
|
ΑΡΧΑΙΑ ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΗΡΟΔΟΤΟΣ
Ο Ηρόδοτος, ο οποίος
σίγουρα δεν είναι «σιωνιστής», αλλά Έλληνας Εθνικός και «ο πατέρας της ιστορίας», λόγω της
αντικειμενικότητάς και της συστηματικής έρευνάς του, έγραψε ότι η
θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων προήλθε από άλλους λαούς...
|
|
Ιστορίαι Β΄ 4 |
«...Δώδεκα
τὲ θεῶν ἐπωνυμίας ἔλεγον πρώτους Αἰγυπτίους νομίσαι καὶ Ἕλληνας παρὰ
σφέων ἀναλαβεῖν, βωμοὺς τὲ καὶ ἀγάλματα καὶ νηοὺς θεοίσι ἀπονεῖμαι σφέας
πρώτους καὶ ζῷα ἐν λίθοισι ἐγγλύψαι...»
«Λένε επίσης ότι πρώτοι οι Αιγύπτιοι δημιούργησαν τα
ονόματα των δώδεκα θεών τα οποία υιοθέτησαν οι Έλληνες και ότι ήταν οι
πρώτοι που ίδρυσαν βωμούς, αγάλματ"α και ναούς προς τιμήν των θεών και
χάραξαν μορφές πάνω σε πέτρα.»
|
Ιστορίαι Β΄ 50 |
«Σχεδὸν
δὲ καὶ πάντων τὰ οὐνόματα τῶν θεῶν ἐξ Αἰγύπτου ἐλήλυθε ἒς Ἑλλάδα. Διότι
μὲν γὰρ ἐκ τῶν βαρβάρων ἤκει, πυνθανόμενος οὕτω εὑρίσκω ἐόν᾽ δοκέω δ᾽ὧν
μάλιστα ἀπ᾽ Αἰγύπτου ἀπίχθαι. Ὅτι γὰρ δὴ μὴ Ποσειδέωνος καὶ Διοσκούρων,
ὡς καὶ πρότερον μοὶ ταῦτα εἴρηται, καὶ Ἤρης καὶ Ἰστίης καὶ Θέμιος καὶ
Χαρίτων καὶ Νηρηίδων, τῶν ἄλλων θεῶν Αἰγυπτίοισι αἰεῖ κοτε τὰ οὐνόματά
ἐστι ἐν τῇ χώρῃ. Λέγω δὲ τὰ λέγουσι αὐτοὶ Αἰγύπτιοι. Τῶν δὲ οὗ φάσι θεῶν
γινώσκειν τὰ οὐνόματα, οὗτοι δὲ μοὶ δοκέουσι ὑπὸ Πελασγῶν ὀνομασθῆναι,
πλὴν Ποσειδῶνος. Τοῦτον δὲ τὸν θεὸν παρὰ Λιβύων ἐπύθοντο· οὐδαμοὶ γὰρ
ἀπ᾽ ἀρχῆς Ποσειδέωνος οὔνομα ἔκτηνται εἰ μὴ Λίβυες, καὶ τιμώσι τὸν θεὸν
τοῦτον αἰεῖ. Νομίζουσι δ᾽ ὧν Αἰγύπτιοι οὐδ᾽ ἤρωσι οὐδὲν».
«Τα ονόματα όλων σχεδόν των θεών ήρθαν στην Ελλάδα
από την Αίγυπτο[Ο Ηρόδοτος δεν εννοεί βέβαια ότι τα ίδια τα ονόματα των θεών
του Ελληνικού πανθέου ήρθαν από την Αίγυπτο (γνωρίζει τη διαφορά στις
ονομασίες τους, π.χ. Άμμων και Ζεύς,
Β 42), αλλά ότι οι ελληνικοί θεοί προσδιορίστηκαν και η λατρεία τους
εγκαθιδρύθηκε και καθορίστηκε με βάση τους Αιγυπτιακούς]. Ξέρω από τις
έρευνες που έκανα ότι ήρθαν απ' έξω και συγκεκριμένα από την Αίγυπτο, διότι
τα ονόματα αυτά ήταν γνωστά στους Αιγυπτίους από τα βάθη των αιώνων με μόνες
εξαιρέσεις, όπως είπα ήδη τα ονόματα του Ποσειδώνα και των Διόσκουρων[Ο
Ποσειδών και οι Διόσκουροι ήταν προστάτες των ναυτικών. Οι Αιγύπτιοι όμως
μισούσαν τη θάλασσα, οπότε δεν είχαν θαλάσσιες θεότητες] καθώς και της
Ήρας, της Εστίας, της Θέμιδος, των Χαρίτων και των Νηρηίδων. Έχω την μαρτυρία
των ίδιων των Αιγυπτίων γι' αυτό. Πιστεύω ότι οι θεοί, τους οποίους
ισχυρίζονται, πήραν τα ονόματά τους από τους Πελασγούς [Εδώ πρόκειται για
τους Πελασγούς που μετανάστευσαν αργότερα στη Αττική(βλ. Α 57) και όχι για
τους πρώτους κατοίκους του ελληνικού χώρου με αυτό το όνομα], εκτός από το
Ποσειδώνα, το οποίο έμαθαν από τους Λίβυους. Γιατί οι Λίβυοι είναι ο μόνος
λαός που γνώριζε ανέκαθεν το όνομα του Ποσειδώνα και τον λάτρευε από την
αρχαιότητα. Οι ήρωες δεν έχουν θέση στη θρησκεία των Αιγυπτίων».
|
Ιστορίαι Β΄ 52 |
«Ἔθυον δὲ πάντα πρότερον
οἱ Πελασγοὶ θεοῖσι ἐπευχόμενοι, ὡς ἐγὼ
ἐν Δωδώνῃ οἶδα ἀκούσας, ἐπωνυμίην
δὲ οὐδ' ὄνομα έποιεῦντο οὐδενὶ αὐτῶν,
οὐ γὰρ ἀκηκόεσάν κω. Θεούς δέ προσωνόμασάν σφεας από
τού τοιούτου ότι κόσμω θέντες τά πάντα πρήγματα καί πάσας νομάς είχον. Ἔπειτα
δὲ χρόνου πολλοῦ διεξελθόντος ἐπύθοντο ἐκ
τῆς Αἰγύπτου ἀπιγμένα τὰ οὐνόματα
τῶν θεῶν τῶν ἄλλων, Διονύσου δέ ύστερον πολλώ
επύθοντο' καί μετά χρόνον εχρηστηριάζοντο περί τών ουνομάτων εν Δωδώνη' τό
γάρ δή μαντήιον τούτο νενόμισται αρχαιότατον τών εν Έλλησι χρηστηρίων είναι,
καί ήν τόν χρόνον τούτον μούνον. Επεί ών εχρηστηριάζοντο εν τή Δωδώνη οι
Πελασγοί ει ανέλωνται τά ουνόματα τά από τών βαρβάρων ήκοντα, ανείλε τό
μαντήιον χράσθαι. Από μέν δή τούτου τού χρόνου έθυον τοίσι ουνόμασι τών θεών
χρεώμενοι' παρά δέ Πελασγών Έλληνες εδέξαντο ύστερον».
«Πιο παλιά, όπως πληροφορήθηκα στη Δωδώνη, οι Πελασγοί πρόσφεραν θυσίες κάθε είδους και
προσεύχονταν στους θεούς χωρίς όμως να τους δίνουν ονόματα ή τίτλους, αφού
δεν είχαν ακούσει ακόμα κάτι τέτοιο. Τους αποκαλούσαν με την ελληνική λέξη
«θεοί» επειδή αυτοί «έθεσαν» και τακτοποίησαν τα πάντα με την πρέπουσα τάξη
και επίσης αυτοί κυβερνούσαν. Τα ονόματα των θεών έφτασαν πολύ αργότερα στην
Ελλάδα από την Αίγυπτο κι έτσι τα έμαθαν οι Πελασγοί, με εξαίρεση αυτό του Διονύσου, τον οποίο γνώρισαν πολύ
αργότερα εκείνη την εποχή, λοιπόν, έστειλαν αντιπροσώπους στο μαντείο της
Δωδώνης (το αρχαιότερο, και εκείνη την εποχή, μοναδικό μαντείο στην Ελλάδα) να ρωτήσουν πόσο ήταν σωστό να
υιοθετήσουν βαρβαρικά στη χώρα ονόματα. Το μαντείο απάντησε ότι μπορούσαν να
τα χρησιμοποιούν. Κατά συνέπεια, από εκείνη την εποχή και ύστερα, οι Πελασγοί
άρχισαν να επικαλούνται τους θεούς στις θυσίες, και από αυτούς πήραν τα ονόματα όλοι οι Έλληνες».
|
Ιστορίαι Β΄ 53 |
«Ὅθεν
δὲ ἐγένετο ἕκαστος τῶν θεῶν, εἴτε δὴ αἰεῖ ἤσαν πάντες, ὀκοῖοι τὲ τινὲς
τὰ εἴδεα, οὐκ ἠπιστέατο μέχρι οὗ πρώην τὲ καὶ χθὲς ὡς εἰπεὶν λόγω.
Ἡσίοδον γὰρ καὶ Ὅμηρον ἠλικίην τετρακοσίοισι ἔτσι δοκέω μέο πρεσβυτέρους
γενέσθαι καὶ οὐ πλέοσι᾽ οὗτοι δὲ εἰσι οἱ ποιήσαντες θεογονίην Ἔλλησι καὶ
τοίσι θεοίσι τᾶς ἐπωνυμίας δόντες καὶ τιμᾶς τὲ καὶ τέχνας διελόντες καὶ
εἴδεα αὐτῶν σημήναντες· οἱ δὲ πρότερον ποιηταὶ λεγόμενοι τούτων τῶν
ἀνδρῶν γενέσθαι ὕστερον, ἔμοιγε δοκέειν, ἐγένοντο. Τούτων τὰ μὲν πρῶτα
αἳ Δωδωνίδες ἰρήιαι λέγουσι, τὰ δὲ ὕστερα τὰ ἒς Ἡσίοδον τὲ καὶ Ὅμηρον
ἔχοντα ἐγὼ λέγω».
«Όμως ήταν, αν μπορώ να το θέσω έτσι, μόλις χθες που οι
Έλληνες έμαθαν για τη προέλευση και τη μορφή των διαφόρων θεών κι αν υπήρχαν
ή όχι ανέκαθεν γιατί ο Όμηρος και ο Ησίοδος, οι ποιητές που δημιούργησαν τη
θεογονία και περιέγραψαν τους θεούς, αποδίδοντας σε αυτούς σωστά τους τίτλους,
τις τιμές προς αυτούς και τις ασχολίες τους, έζησαν, πιστεύω, περίπου
τετρακόσια χρόνια πριν από εμάς [γύρω στον 9ο αιώνα π.Χ.]. Όσο για τους
ποιητές, που λέγεται ότι προηγήθηκαν, στη πραγματικότητα, πιστεύω, ήταν
μεταγενέστεροι [Για παράδειγμα ο Ορφέας, ο Μουσαίος, ο Λίνος]. Για το πρώτο
μέρος της αναφοράς μου σε αυτά τα θέματα, βασίζομαι στα λόγια της ιέρειας της
Δωδώνης και για το δεύτερο μέρος, που αφορά στον Όμηρο και τον Ησίοδο,
προβάλλω τις προσωπικές μου γνώμες.»
|
Ιστορίαι Β΄ 58 |
«Πανηγύρις
δὲ ἄρα καὶ πομπᾶς καὶ προσαγωγᾶς πρῶτοι ἀνθρώπων Αἰγύπτιοι εἰσι οἱ
ποιησάμενοι, καὶ παρὰ τούτων Ἕλληνες μεμαθήκασι. Τεκμήριον δὲ μοὶ τούτου
τόδε· αἳ μὲν γὰρ φαίνονται ἐκ πολλοῦ τεο χρόνου ποιεύμεναι, αἳ δὲ
Ἑλληνικαὶ νεωστὶ ἐποιήθησαν».
«Επιπλέον, οι Αιγύπτιοι επινόησαν και δίδαξαν στους
Έλληνες τις λατρευτικές συγκεντρώσεις, τις λιτανείες και τις λειτουργίες,
γεγονός που αποδεικνύεται από την αδιαφιλονίκητη αρχαιότητα τέτοιων τελετών
στην Αίγυπτο σε σύγκριση με την Ελλάδα, όπου εισήχθησαν μόλις πρόσφατα.»
|
Πράγματι, δεν υπάρχει καμία αναφορά στους ειδωλολατρικούς
«θεούς» των αρχαίων Ελλήνων πριν από τον Όμηρο και τον Ησίοδο, ενώ οι
ειδωλολατρικοί «θεοί» άλλων λαών υπήρχαν πολλούς αιώνες πριν. Για να μην λέγεται
ότι οι Έλληνες έφεραν τη θρησκεία τους πριν από χιλιάδες χρόνια από τον
πλανήτη ...Σείριο!
|
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΟΙ ΘΕΟΙ & Η ΠΙΣΤΗ
Ισχυρισμός των νεοΕθνικών είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες
δεν πίστευαν στις ανόσιες πράξεις των «θεών» τους, τις οποίες αποκαλούν μυθολογία. Υπάρχουν μερικά σχόλια πάνω
στο θέμα αυτό:
1ον. Πώς είναι δυνατόν ο Δίας και οι άλλοι θεοί να
εμφανίζονται για πρώτη φορά παγκοσμίως, μέσα από άσχημες πράξεις τους (Όμηρος);
2ον. Για ποιο λόγο τόσοι αρχαίοι συγγραφείς διηγούνται τις
απαίσιες περιπετιούλες των δαιμόνων,
ιδίως του μοιχού και παιδεραστή
Δία; Γιατί σατιρίζουν τόσο τους θεούς τους; Κι αν το έκαναν από «ανοιχτό
μυαλό», πώς γίνεται να σατιρίζεις κάποιο σημαντικό πρόσωπο για κάτι που
κατέβηκε από το κεφάλι σου; Είναι σαν να σε χλευάσω, έτσι αυθαίρετα, λέγοντας
ότι είσαι λ.χ. «πόρνος» ή «κουλός».
3ον. Οι αρχαίοι
Έλληνες δεν είχαν περιθώριο να είναι τόσο
«ανοιχτόμυαλοι» σε θρησκευτικά ζητήματα. Εάν εξέφραζαν κάποια θρησκευτική άποψη
αντίθετη με αυτή της πόλης, ήταν «ασεβείς»
και «άθεοι». Αυτοί διώκονταν ως εγκληματίες. Ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Ησίοδος,
ούτε ο Αισχύλος, ούτε ο Αριστοφάνης, ούτε κανείς άλλος που έγραψε για τα
πταίσματα των θεών ή τους κορόιδευε για αυτά, δεν θεωρήθηκε «ασεβής» ή «άθεος».
4ον. Γιατί πολλοί αρχαίοι φιλόσοφοι όπως ο Ξενοφάνης καθώς και χριστιανοί απολογητές κατηγόρησαν τον
ανθρωπομορφισμό των θεών, εάν κανείς δεν πίστευε σε αυτόν;
5ον. Χρησιμοποιούνταν σε τελετές μυήσεως. Η λατρεία πολλών «θεών» οργανώθηκε με βάση τους
«μύθους». Για παράδειγμα, η «θεά» Κυβέλη διατηρούσε ερωτική σχέση με το γιο της
Άττι. Όταν εκείνος ερωτεύθηκε
μια νύμφη, τον ανάγκασε από τη ζήλια της να αυτοευνουχιστεί, με αποτέλεσμα να
πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία. Έπειτα ευνουχίστηκε και ο φίλος του Άττι, ο
Γάλλος. Οι ιερείς της Κυβέλης ονομάζονταν «Γάλλοι» και αυτοευνουχίζονταν σε
άγριες τελετές, τις οποίες περιγράφει και ο επικούρειος Λουκρήτιος. Ο
Διόδωρος Σικελός έγραψε περιπαικτικά: «Γάλλοι μὲν γίνονται ἐξ
ἀνδρῶν, ἐκ δὲ γάλλων ἄνδρες οὐ γίνονται»(4,43).
Έπειτα παραπονιούνται οι νεοεθνικοί ότι
ο «Εβραίος ανθέλληνας» (Έλληνας στην εθνικότητα) άγιος Θεόδωρος ο Τήρων
κατέστρεψε ναό της Κυβέλης ή
ότι οι Βυζαντινοί ήταν ευνούχοι παρουσιάζοντας μερικούς
Βυζαντινούς παλατίνους ως παράδειγμα. Η ιστορία όμως της θρησκείας είναι
αδυσώπητα εις βάρος τους.
Μια μερίδα νεοεθνικών λέει ότι οι όλοι αρχαίοι
Έλληνες πίστευαν σε ένα θεό Δία. «Απόδειξη» είναι το ότι οι αρχαίοι ορκίζονταν
μόνο στο Δία! Μόνο από ένα μόνο βιβλίο του Αριστοφάνη :
«...μά τήν Δήμητρα...» (Αριστοφάνη Βάτραχοι 43)
«Νή τόν Απόλλω» (όπ.παρ. 52)
«Νή τόν Ποσειδώ...» (όπ.παρ. 183)
«Νή τόν Ποσειδώ...» (όπ.παρ. 295)
«...μά τήν Δήμητρα...» (όπ.παρ. 668)
«Μά τόν Απόλλω...» (όπ.παρ. 951)
«Νή τήν Δήμητρα...» (όπ.παρ. 1067)
«Νή τόν Απόλλω...» (όπ.παρ. 1074)
«...νή τόν Απόλλω» (όπ.παρ. 1166)
«...νή τόν Ερμήν...»(όπ.παρ. 1168)
«...μά τήν Δήμητρα...»(όπ.παρ. 1222)
Σίγουρα οι νέο-Εθνικοί ξέρουν τι λένε, έτσι δεν είναι
ή μήπως όχι;
12ΘΕΟ, ΧΘΟΝΙΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ, ΛΑΪΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Τελικά στην αρχαιότητα η θρησκεία αντιπροσωπεύονταν από
τους «12» θεούς του Ολύμπου ή οι χθόνιες λατρείες την υποσκέλιζαν;
«Για διάφορες αίτιες, με κυρίαρχη αυτή πού διαιωνίζει την
εξουσία του κατεστημένου, η πραγματική μορφή της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας
έχει φθάσει πολύ διαστρεβλωμένη στις μέρες μας. Βλέπουμε ξανά και ξανά
μονοθεϊστές θρησκειολόγους να προσπαθούν να ερευνήσουν κάτι πού στην ουσία δεν
τους ενθουσιάζει. Από την άλλη οι ευνοϊκά προσκείμενοι προς τον πολυθεϊσμό
ερευνητές και ιστορικοί έχουν μια μόνιμη τάση να ωραιοποιούν, να εξωραΐζουν
οτιδήποτε είναι αρχαίο, κάτι πού είναι τροχοπέδη για μια τίμια και αντικειμενική
μελέτη. Τελικά είτε έτσι είτε αλλιώς, ή εικόνα για την Ελληνική θρησκεία, κυρίως
από τους πρώτους και πολύ λιγότερο από τους δεύτερους, έχει παραμορφωθεί. Όπως
και να έχει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επικράτησε ή άποψη ότι ή θρησκεία του
δωδεκαθέου ήταν ή κυρίαρχη θρησκευτική λατρεία στην αρχαία Ελλάδα. Το σωστό θα
ήταν όμως να πούμε ότι το δωδεκάθεο σαν επίσημη θρησκευτική λατρευτική
παράδοση των αρχαίων Ελλήνων κυριαρχούσε στα εξωτερικά λατρευτικά δόγματα. Η
ανάγκη όμως για κάλυψη της βαθιάς ανθρώπινης ψυχικής εσωτερικότητας ερχόταν
κυρίως από τις «συμπληρωματικές» λατρείες, όπως ήταν π.χ. (τουλάχιστον μετά
τον 6ο π.Χ. αιώνα) Ο Όρφικοδιονυσιασμός, η θεουργία αλλά και η Μαγεία. Αυτές οι
«συμπληρωματικές» λατρείες των αρχαίων στην ουσία εξέφραζαν και κατά κάποιο
τρόπο κάλυπταν τις ανάγκες των λιγότερο προνομιούχων λαϊκών μαζών, όπως και
διάφορων περιθωριακών ομάδων, καθώς και των γυναικών. Όλοι μαζί αποτελούσαν
και τότε την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού.» (Πηγή:
Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 9, άρθρο «Η λαϊκή λατρεία των αρχαίων Ελλήνων και οι
αγαθοοντότητες», Γεώργιος Τσαγκρινός, σελίδα 22)
«Ας δούμε όμως τι έχει να μας πει ο Μπάρκετ:
«Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού πολιτισμού έγκειται στον
ριζικό και αποτελεσματικό τρόπο, με τον όποιο διαμορφώνεται η αντίθεση μεταξύ
της επικράτειας των θεών και της επικράτειας των νεκρών. Οι θεοί είναι
αθάνατοι, το επίθετο γίνεται ορισμός. Οι άνθρωποι αντιθέτως ως θνητοί, βροτοί,
είναι προορισμένοι να πεθάνουν... Αυτή η αντίθεση σαφώς έγινε έντονη και
ολοκληρώθηκε κατά τους Ιστορικούς χρόνους, σ' αυτό έπαιξε ρόλο η αρχόμενη
συνειδητή θεολογία. Στην λογοτεχνία η αντίθεση μεταξύ των «άνω» και των «κάτω»
θεών εμφανίζεται με σαφή τρόπο στα δράματα του Αισχύλου, ενώ με πολύ μεγάλη
συνέπεια προσπαθεί αργότερα να την εφαρμόσει ο Πλάτων με τους Νόμους του... Η
αντίθεση του Ολυμπίου και του χθονίου στοιχείου δημιουργεί μια πολικότητα,
κατά την οποία το ένα δεν μπορεί να ύπαρξη χωρίς το άλλο και κάθε φορά αποκτά
το πλήρες νόημα του από το άλλο. Στην Κόρινθο συνυπάρχουν αγάλματα του «Διός»
(απλά), του «Διός Χθονίου» και του «Διός Ύψιστου», δεν υπάρχει ανατολή του
ηλίου, αν δεν έχει προηγηθεί Νύκτα. Κατά τον ίδιο τρόπο ή χθόνια και ή ολύμπια
τελετουργία είναι συνεχώς αλληλένδετες».» (Πηγή:
Περιοδικό «Ιχώρ», τεύχος 9, άρθρο «Η λαϊκή λατρεία των αρχαίων Ελλήνων και οι
αγαθοοντότητες», Γεώργιος Τσαγκρινός, σελίδα 24)
«Για να έχουμε πλήρη εικόνα του κοσμοειδώλου πού
παρέδωσε η κλασσική Ελλάδα στον ελληνιστικό και ρωμαϊκό κόσμο, εκτός του
κοσμολογικού συστήματος του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, πρέπει να εξετάσουμε
και την πορεία της θρησκευτικής σκέψης και της δαιμονολογίας από τα χρόνια του
Όμηρου μέχρι την ύστερη αρχαιότητα.
Αν και οι ποιητές Όμηρος και Ησίοδος προσπάθησαν με το
Δωδεκάθεο να «βάλουν τάξη» στον λαϊκό πολυθεϊσμό των χθόνιων τελετουργιών
γονιμότητας και εξιλασμού, ωστόσο οι τοπικές λατρείες παρέμειναν πάντα ο
κεντρικός πυρήνας της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Έχουμε αναφέρει άλλου ότι το
βασικό χαρακτηριστικό πού ξεχωρίζει κατά κανόνα το Δωδεκάθεο από την
προ-ομηρική θρησκεία είναι ο ΤΡΟΠΟΣ λατρείας (1). Στους ολύμπιους θεούς οι
πιστοί «θύουν» ζώα η καρπούς πάνω σε βωμούς και μετά τη θυσία τρώνε το πρέπον
τμήμα του προσφερομένου σφαγίου. Στους προ-ομηρικούς χθόνιους θεούς οι πιστοί
προσφέρουν, όπως έχουμε πει. «εναγισμούς»· δηλ. ολοκαυτώματα σε χαμηλές εσχάρες
επί χασμάτων η τάφρων («μέγαρα»).
«Καί τούς θεούς δέ διά τοῦτο
πάντες φασί βασιλεύεσθαι, ὅτι καί αὐτοί,
οἱ μέν
ἔτι καί νῦν, οἱ δέ τό ἀρχαῖον
ἐβασιλεύοντο,
ὦστερ δέ καί τά εἴδη
ἐαυτοίς
ἀφομοιούσι οἱ ἄνθρωποι, οὕτω
καί τούς βίους τῶν θεῶν»
Αριστοτέλης |
Ο Όμηρος έπλασε το Δωδεκάθεο κατ' αντιστοιχία της κοινωνικής
πραγματικότητας της εποχής: όπως επικεφαλής της Πόλεως ήταν η βασιλική
οικογένεια, έτσι και ο Κόσμος είχε επικεφαλής έναν δυνατό βασιλέα, τη σύζυγο
του, τους δύο αδελφούς του, τα επτά παιδιά του και την αδελφή του. Το πλήθος
των άλλων θεών πού λάτρευαν οι Έλληνες στις ποικίλες τοπικές λατρείες τους
έπρεπε ή να ταυτιστεί με το Δωδεκάθεο ή να τεθεί στην υπηρεσία των μελών της
θείας βασιλικής οικογενείας του Ολύμπου· στην πορεία συνέβησαν και τα δύο. Ο
τρόπος με τον όποιο ο Ζευς ελάμβανε τις αποφάσεις, προδίδει το χρόνο κατά τον
όποιο πλάστηκαν τα ομηρικά έπη και η Ολυμπιακή θρησκεία. Πρόκειται για την
εποχή πού οι βασιλείς των ελληνικών πόλεων συνήθιζαν να καλούν στο ανάκτορο
τους και να συμβουλεύονται τους ευγενείς, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να
συμμορφώνονται με τη θέληση της πλειονοψηφίας (10ος-8ος αι. π.Χ.).
Το Δωδεκάθεο έλαβε «κρατική» υπόσταση όταν άρχισαν να
δημιουργούνται σιγά-σιγά στην Ελλάδα οι Πόλεις-Κράτη. Κάθε πολιτεία θεώρησε
καλό να βάλει τάξη στο χάος των τοπικών λατρειών δημιουργώντας μία δημόσια
λατρεία βασισμένη στο ομηρικό Δωδεκάθεο ως συνεκτικό δεσμό της Πόλεως-Κράτους.
Πράγματι, οι αρχαίες ελληνικές πόλεις-κράτη δεν επέτρεπαν σε κανένα να
βρίσκεται έξω από την κρατική οργάνωση της λατρείας. Ωστόσο η πλειονότητα των
κατοίκων πού δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα (μέτοικοι, δούλοι κ.λπ.) συνέχισε να
τηρεί τις παλιές, χθόνιες λατρείες και αργότερα αποτέλεσαν τους πολυπληθείς
πιστούς της νέας θρησκείας του Διονύσου, όπως την είχε «μεταρρυθμίσει» ο
Ορφισμός. η κύρια «θρησκευτική» ενασχόληση αυτής της πλειονότητας ήταν σαφώς η
ΜΑΓΕΙΑ, όπως δείχνει με ιδιαίτερη ενάργεια η πληθώρα των μαγικών φυλακτών και
καταδέσμων από τις ανασκαφές. Η Μαγεία άλλωστε ήταν και η μόνη διέξοδος της μεγάλης
πληθώρας των αποκλήρων της ζωής στην αρχαία εποχή σε έναν κόσμο ανασφαλή, άδικο
και εχθρικό.». (Πηγή: «Οι απόκρυφες επιστήμες στην
Ελληνική αρχαιότητα», κεφάλαιο Η, σελίδα 121, Διαμαντής Κούτουλας, Εκδόσεις
Έσοπτρον, Αθήνα 2002)
Σημειώσεις
1. «Τῷ μέν ἀθανάτῳ Ὀλυμπίῳ
δε ἐπωνυμίην θύουσι, τῷ δ’ ἑτέρῳ ὡς ἣρωϊ
ἐναγίτουσι» (Ηρόδ. ΙΙ, 43)
ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΙΣΜΟΣ ΑΡΧΑΙΩΝ ΘΕΩΝ
Ωστόσο, όσον κι αν ακούγεται αυτό αντιφατικό, το τέλος του
Δωδεκάθεου -αλλά και όλης της αρχαίας ελληνικής θρησκείας- είχε αρχίσει με τον
Όμηρο...
Ο ανθρωπομορφισμός του Όμηρου ήταν μια χειροβομβίδα στα
χέρια της θρησκείας. Όσο πιο πολύ εξανθρωπίζονταν οι θεοί τόσο πιο πολύ
απασφαλιζόταν η χειροβομβίδα του Ορθολογισμού. Η σύνδεση των ανθρωπόμορφων θεών
με τους ανθρώπους πήρε τη μορφή του ΦΘΟΝΟΥ των Ολυμπίων προς τους θνητούς, για
να εξηγήσει τα ακατανόητα συμβαίνοντα της ζωής. Η πίστη στη Μοίρα, το τυφλό
πεπρωμένο πού συμπλήρωνε το Δωδεκάθεο, υπεραναπτύχθηκε και γκρέμισε σιγά-σιγά
τους θεούς από τους θρόνους τους. Ο ανθρωπομορφισμός του Όμηρου εκφράζει τον
ελληνικό ορθολογισμό και πιθανώς προήλθε από την ανάγκη για κάποια ΟΠΤΙΚΗ
αναπαράσταση των θεών. Απετέλεσε ουσιαστικά την πρώτη κριτική της θρησκείας και
είχε σαν αποτέλεσμα την ελευθερία του πνεύματος.
Το αιώνια αναπάντητο ερώτημα του θρησκεύοντος ανθρώπου
αναφέρεται στα αίτια της ασυμφωνίας μεταξύ του ανθρώπινου ιδεώδους της
δικαιοσύνης και της πραγματικής τάξεως του κόσμου. Όλα τα φιλοσοφικά συστήματα
και όλες οι θρησκείες έμμεσα η άμεσα, συνειδητά η ασυνείδητα, γύρω από αυτό το
ερώτημα τυρβάζουν και όσες απαντήσεις σ οποιαδήποτε ερωτήματα δίνουν, αυτή την
πρωταρχική απορία προϋποθέτουν και αύτη προσπαθούν πρωταρχικά να επιλύσουν.
Όσον ο άνθρωπος βρισκόταν στο θρησκευτικό στάδιο της Μαγείας και πίστευε ότι
απρόσωπες η τερατόμορφες δυνάμεις καθόριζαν τη ζωή του, το ερώτημα περί θείας
δικαιοσύνης ήταν ανενεργό. Η απρόσωπη δύναμη της φύσης δεν είχε καμία υποχρέωση
η ανάγκη να απαντήσει στο ερώτημα «γιατί να συμβαίνει αυτό;» ακριβώς γιατί
ήταν απρόσωπη. Στην περιοχή της Μαγείας οι προσευχές δεν υπάρχουν, παρά μόνον
οι ευχές και οι κατάρες. ο μαγικός άνθρωπος δεν προσπαθεί να θέσει ερωτήματα
στους απρόσωπους θεούς του· προσπαθεί να εκμαιεύσει με ποικίλους τρόπους τη
συμπαράσταση τους. Στις πρωτόγονες, μάλιστα, μαγικές τελετουργίες ο σκοπός
είναι ένας : η αποτροπή των υπερκόσμιων δυνάμεων. Ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της
μαγείας δεν αφήνει περιθώρια για ερωτήματα και απορίες περί θείας δικαιοσύνης.
Τέτοιου είδους ερωτήματα αρχίζουν να διατυπώνονται όταν αρχίζει και ο
ανθρωπομορφισμός των θεών. Ο Όμηρος προσπαθώντας να εκφράσει σαν λαϊκό θρύλο
και «παραμύθι» τη συμμετοχή των θεών στο συγκλονιστικό Τρωικό Πόλεμο
παρουσιάζει τις δώδεκα από τις κυριότερες προ-ομηρικές θεότητες με πλήρη
ανθρωπομορφικά χαρακτηριστικά. η «οργάνωση» αυτή του πολυθεϊσμού σε δωδεκάθεο
πού πέτυχε ο Όμηρος στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια. ποιητική αδεία, εξέφραζε μεν
το πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο των Ελλήνων και κατ' εξοχήν των Ιώνων
στα γεωμετρικά χρόνια, ωστόσο επρόκειτο να γεννήσει και ορισμένα, φιλοσοφικής
φύσεως, ερωτήματα περί θεών πού δεν επρόκειτο να βρουν ποτέ τη λύση τους. Το
πλέον μοιραίο χαρακτηριστικό του Ομηρικού Δωδεκάθεου ήταν η έλλειψη κάθε
σχέσεως των Ολύμπιων θεών με την Ηθική. Η βροχή πέφτει με τον ίδιο τρόπο επί
δικαίων και αδίκων και η φωτιά μαζί με το δάσος μπορεί να κάψει και ανήμπορα
μωρά η γριούλες. Επόμενο ήταν ο Ζευς πού στέλνει τη βροχή η ο Ήφαιστος,
προσωποποίηση της φωτιάς και των ηφαιστείων, να έχουν τόση σχέση με την Ηθική
όση και τα αντίστοιχα φυσικά στοιχεία. (Το επόμενο βήμα ήταν να ζητά ο Αυτόλυκος
(2) να μάθει -και να μαθαίνει!-από τον Έρμη πώς να ξεπερνά όλους τους ανθρώπους
στην κλεψιά και την ψευδορκία!) Έκτοτε όλες οι πράξεις και οι παραλείψεις των
Ομηρικών θεών έχουν σχέσεις περισσότερο με... προσωπικά κίνητρα παρά με τις επιταγές
της Ηθικής. Η προσωποποίηση των δυνάμεων της Φύσεως ανθρωποποίησε τους θεούς
αλλά υπονόμευσε τη θεία δικαιοσύνη. Το μίσος της Ήρας για τους Τρώες, ο θυμός
του Ποσειδώνα για τον Οδυσσέα, ο κατατρεγμός του Οινέα από την Άρτεμη κ.λπ.
έχουν όλα προσωπικά κίνητρα, όπου «ή πληγωμένη τιμή και ματαιοδοξία δεν
παίζουν το λιγότερο σπουδαίο ρόλο» (3)
Με το να γίνουν οι θεοί ανθρώπινοι, άρχισαν να δέχονται
και τις απαιτήσεις πού προϋπέθετε η άνθρωπο μορφική τους κατάσταση. Οι
άνθρωποι ζητούσαν από τους Ολύμπιους θεούς Ηθική, Δικαιοσύνη και Έλεος, αλλά,
θεοί πού είχαν προέλθει από προσωποποιήσεις φυσικών δυνάμεων, τέτοιες
απαιτήσεις δεν μπορούσαν να τις εκπληρώσουν. Κι αυτό κατέστη η αρχή του Τέλους
τους.
Στην αρχή οι Έλληνες προσπαθώντας να ηθικοποιήσουν τις
δυνάμεις της Φύσεως έθεσαν τα πλαίσια των «καθηκόντων» προς τους θεούς μέσα στα
παλιά, περιγράμματα των χθόνιων προ-ομηρικών τελετουργιών τους. Οι παλιές
χθόνιες θεότητες με το εξαγνιστικό τελετουργικό μετασχηματίστηκαν σε ολύμπιες
προσωποποιήσεις φυσικών δυνάμεων μεταφέροντας το αίτημα περί θείας δικαιοσύνης
στο μαγικό κόσμο των «εναγισμών», των taboo και των τελετών γονιμότητας και
εξιλασμού. Ποτέ όμως νέα ερωτήματα δεν απαντώνται με παλιές απαντήσεις. Και το
ερώτημα περί θείας δικαιοσύνης (προϊόν του ανθρωπομορφισμού του Όμηρου) δεν
μπορούσε ν' απαντηθεί με το παρωχημένο λεξιλόγιο της μαγείας. Η προσπάθεια για
τέτοιου είδους απαντήσεις κράτησε όσο καιρό ήταν ισχυρή η Πόλη-Κράτος πού προστάτευε
την Ολυμπιακή, κρατική πια, θρησκεία. Όταν όμως ο θεσμός της Πόλης-Κράτους
άρχισε να παραπαίει, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου και μετά
απ’ αυτόν, οι μαγικές απαντήσεις στο αίτημα της θείας δικαιοσύνης έχασαν
κάθε αποτελεσματικότητα. Το τελικό χτύπημα το έδωσαν οι Σοφιστές με το ερώτημα
τους αν η θρησκεία βασίζεται στη Φύση η στο νόμο («φύσει ἢ
νόμῳ»). Ο Πρωταγόρας πρώτος παρουσιάζει την ύπαρξη των θεών σαν
θέμα προς συζήτηση. Αυτό καμία θρησκεία δεν μπορεί να το ανεχθεί χωρίς να
εγκαταλείψει το σημαντικότερο της αξίωμα. Γι' αυτό και ο Πρωταγόρας εδιώχθη
επί αθεΐα. Η πορεία όμως πού χάραξαν οι Σοφιστές δεν μπορούσε πια να
σταματήσει. Οι διαφορές ανάμεσα στις λατρείες και στους θεούς των διαφόρων
εθνών αποκάλυψαν ότι η θρησκεία δεν ήταν «φύσει» αλλά «νόμῳ» δημιουργία και συνεπώς οι θρησκείες και οι θεοί
είναι έργο της ανθρωπινής διανοίας. Από αυτό το συμπέρασμα των Σοφιστών η
θρησκεία, φιλοσοφικώς ανετράπη. Ο Κριτίας μάλιστα προχώρησε πιο πέρα κάνοντας
λόγο για την ωφελιμιστική ανάγκη δημιουργίας θρησκειών με σκοπό να μην αδικούν
στα κρυφά οι άνθρωποι (4). Στη συνέχεια οι Ξενοφάνης και Αντισθένης θα
μιλήσουν περί ενός απεικονίσου θεού, πού τείνει να γίνει μάλλον φιλοσοφική αρχή
παρά «θρησκευτικός» θεός. «Εἷς θεός, ἐν τε θεοῖσι
καί ἀνθρώποισι μέγιστος, οὒτι δέμας θνητοῖσιν ὁμοίοις οὐδέ
νόημα» (Diels, 23, Ξενοφάνης). [Μετάφραση: Ένας θεός υπάρχει μέσα στους
θεούς και στους ανθρώπους μέγιστος, πού δε μοιάζει ούτε στη μορφή ούτε στη σκέψη
με τους ανθρώπους.] (Πηγή: Διαμαντής Κούτουλας, «Οι
απόκρυφες επιστήμες στην Ελληνική αρχαιότητα», κεφάλαιο Η,σελίδες 123 - 127,
Εκδόσεις Έσοπτρον, Αθήνα 2002)
Η ΘΕΑ ΙΣΙΔΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΟ ΙΕΡΟ ΣΤΗΝ ΜΠΡΕΞΙΖΑ ΑΤΤΙΚΗΣ
(κοντά στον τύμβο των Μαραθωνομάχων)
Άραγε η κάτωθι αρχαιολογική ανακάλυψη έρχεται σε συμφωνία
με τα ιδεολογικά φιλοσοφικοθρησκευτικά πιστεύω των νέο-Εθνικών της Ελλάδας; ή
στα αλήθεια τους ενοχλούν τα σημερινά αεροδρόμια στον τύμβο των μαραθωνομάχων
ως ασεβή και ιερόσυλα και όχι τα Αιγυπτιακά ιερά των αρχαίων προγόνων;
Το άγαλμα της Ίσιδας από το
Αιγυπτιακό ιερό στην Μπρεξίζα [ΒΑ τμήμα της περιοχής, όπου άλλοτε βρίσκονταν η
αμερικανική βάση της Νέας Μάκρης και σε απόσταση 1500μ. από τον τύμβο των
Μαραθωνομάχων, σώζονται τα ερείπια ενός μεγάλου ιερού Αιγυπτιακής θεότητας, από
τα μεγαλύτερα στην Ελλάδα, καθώς καλύπτει έκταση περίπου 4 στρεμμάτων.
Το ιερό κατασκευάστηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. από τον Ηρώδη τον Αττικό, ο
οποίος κατάγονταν από τον Μαραθώνα. Ο Ηρώδης ίδρυσε το ιερό της Μπρεξίζας
επηρεασμένος, ίσως, από κάποιο ταξίδι του στην Αίγυπτο ή μιμούμενος τον
αυτοκράτορα Αδριανό, ο οποίος είχε κατασκευάσει μια μικρογραφία τοπίου του
Νείλου με Σεραπείο (ιερό του θεού
Σέραπη) στην έπαυλη του στην Τρίπολη. Οι ανασκαφικές έρευνες μτά το 1967 και
1968 είχαν φέρει στο φως τα πρώτα ευθρήματα: … Είχαν επίσης αποκαλυφθεί
δύο υπερφυσικού μεγέθους αγάλματα αιγυπτιακής τεχνοτροπίας: ένα άγαλμα του Αντίνοου (ευνοούμενου του Αδριανού) και
το κάτω μέρος αγάλματος με τα διακριτικά της Ίσιδος…Το ιερό αποδίδεται
στη λατρεία της Ίσιδος, εξαιτίας των αγαλμάτων της θεάς, τα οποία βρέθηκαν στις
ανασκαφές. Η λατρεία της Ίσιδος διαδόθηκε από την Αίγυπτο στην Ελλάδα κατά τους
Ελληνιστικούς Χρόνους και είναι αξιοσημείωτο ότι κατά τους αυτοκρατορικούς
χρόνους, οι περισσότεροι ιερείς της Ίσιδος εκτός Αιγύπτου ήσαν Έλληνες.
Σύμφωνα, όμως, με μια άλλη άποψη, πρόκειται για το ιερό του Κανώβου, ο οποίος
ήταν κυβερνήτης της ναυαρχίδας του Μενελάου και ο οποίος πέθανε από δάγκωμα
φιδιού στην Αίγυπτο κατά την επιστροφή του από την Τροία. Στο ιερό, το οποίο
μνημονεύει ο Φιλόστρατος, λατρεύονταν, εκτός από τον Κάνωβο, και άλλοι Αιγυπτιακοί θεοί (Β. Πετράκος, Ο
Μαραθών, Αθήνα 1995, σσ. 80 - 81 ]. (Πηγή: Περιοδικό «Corpus, Αρχαιολογία και
Ιστορία των Πολιτισμών», τεύχος 40, σελίδα 7)
Δημοσίευση σχολίου