Όλα καλά και περίκαλα τά ’χουμε με την πατρίδα. Με το έθνος, την ιστορία μας, και τούς «αρχαίους ημών πρόγονοι». Μόνο
που ξεχάσαμε ένα. Πως εμείς οι νέοι με τους αρχαίους έλληνες έχουμε
τόσα κοινά, όσα ο χασαποσφαγέας με τις κορδέλες, και η μοδίστρα με τα
κριάρια.
Κι από την άλλη φουσκώνουμε και κορδώνουμε, και
τουρτουφίζουμε για «τσι γεναίοι πρόγονοι» σαν τι; Όπως εκείνος ο τράγος
του Σικελιανού, που εσήκωνε το απανωχείλι του, εβέλαζε μαρκαλιστικά, και
οσφραινότανε όλο το δείλι την αρμύρα στη θάλασσα της Κινέττας. Αλλίμονο. Η δάφνη κατεμαράνθη. Έτσι δεν εψιθύριζε ο Σολωμός στο Διάλογο κλαίγοντας; Η δάφνη κατεμαράνθη. Όταν
είσαι μέσα στό μάτι του κυκλώνα, είναι δύσκολο νά ’χεις εικόνα για τα
γύρω σου. Και ζώντας μέσα στη χώρα δεν έχουμε εικόνα για τη σημερινή
Ελλάδα. Αρχές του 1993 έγινε μια εκδήλωση στο Παρίσι από έλλληνες καλλιτέχνες για την ασβολερή Κύπρο. Εκείνο το θαλασσοφίλητο νησί. Εκεί, ένας δημοσιογράφος ερώτησε τρεις τέσσερες έγκριτους έλληνες που ζουν μόνιμα στη Γαλλία μια ερώτηση καίρια. Για
ειπέτε μου, τους είπε, εσείς που όντας μακρυά από την Ελλάδα βλέπετε με
άλλο μάτι, το αληθινό του νοσταλγού και του πάσχοντα. Με το μάτι του
Οδυσσέα. Τι γνώμη έχει το παγκόσμιο κοινό για τη σύγχρονη Ελλάδα; Τη
βλέπει τάχατες και τη νομίζει όπως εμείς εκεί κάτου στο Κακοσάλεσι και
στην Αθήνα; Η απόκριση που μου δώσανε και οι τέσσερες ξαναζωντάνεψε,
τίμιε αναγνώστη, τις σπαθιές που δίνανε οι ντελήδες του Κιουταχή στη
μάχη του Ανάλατου. Όταν πια είχε πέσει ο τρανός Καραϊσκάκης. -Ποιά
Ελλάδα, μακάριε άνθρωπε, του είπανε. Μιλάς για ίσκιους στη συνεφιά. Και
για σύνεφα στην αιθρία. Για τον έξω κόσμο Ελλάδα δεν υπάρχει. Κανείς δε
την ξέρει, κανείς δεν τη μελετάει, κανείς δεν τη συλλογάται. Δεν άκουσες
το παλιό μοιρολόϊ;
Κλάψε με, μάνα, κλάψε με, Και πεθαμένο γράψε με.
Άκουσε
λοιπόν, και μάθε το. Και κει που θα γυρίσεις, να το ειπείς και να το
μολογήσεις. Η Ελλάδα είναι σβησμένη από τον κατάλογο των εθνών. Αν
στείλει κάποτε στους ξένους κανένα παράπονο η κανένα παρακαλετό, το
συζητούν πέντε δέκα άνθρωποι της διπλωματίας σε κάποιο γραφείο, και
παίρνουνε την απόφαση, όπως εμείς παραγγέλνουμε καφέ στο καφενείο και
στα μπιλιάρδα. Αυτή είναι η εικόνα που έχουν οι ξένοι για την Ελλάδα.
Κι ο σουλτάνος το γομάρι δεν ξέρει τι του γίνεται. Έτσι δεν είπε ο
πασάς της Σκόντρας, όταν ακούστηκε ότι οι ραγιάδες σηκωθήκανε στο Μοριά;
Τώρα γυρίστηκε η τάξη. Σουλτάνος είναι ο έλληνας πολιτικός. Λάβε την σύγχρονη Ελλάδα σαν ποσότητα και σαν ποιότητα, για να μιλήσουμε με «κατηγορίες». Κι έλα να μας περιγράψεις τι βλέπεις. Σαν
ποσότητα πρώτα. Αν αντικρύσουμε τον πληθυσμό της γης σε κλίμακα
μικρογραφική ένα προς πέντε εκατομμύρια, 1:5Χ106, θα βρούμε πως ο
πληθυσμός του πλανήτη μας είναι ένα χωριό από χίλιους κατοίκους. Ανάμεσα
σ’ αυτούς τους χίλιους οι έλληνες είμαστε δύο άνθρωποι, που
τρεκλοπατάμε και αρκουδίζουμε μέσα στο πλήθος. Ζαλισμένοι και φουκαράδες
ξετρέχουνε να συναντηθούν μεταξύ τους. Αν τα καταφέρουν να μη
σκυλοφαγωθούν, ζητούν να συνεννοηθούν με τους άλλους. Σε μια γλώσσα που
δε μιλιέται, λίγο πρικοιούλι, χρώμα τέτζερη αγάνωτου, ζουνάρι, βέλεσι,
φούντα, κι αμάν αμάν. Σερβιτόροι και αγωγιάτες όλοι μας. Και κακοί
σαράφηδες του μάρμαρου, του ήλιου, και της θάλασσας. Σαν ποιότητα
ύστερα. Είμαστε ένας λαός χωρίς ταυτότητα. Με μιά ιστορία που ο ίδιος τη
νομίζει λαμπρή. Και απορεί, πως και δεν πέφτουν οι ξένοι ξεροί μπροστά
στο μεγαλείο της. Οι ξένοι όμως, σαν συλλογιούνται την ελληνική
ιστορία, την αρχαία εννοώ, γιατί τη νέα δεν την έχουν ακούσει, και
βάλουν απέναντί της εμάς τους νεοέλληνες, φέρουν στο μυαλό τους άλλες
παραστάσεις. Φέρνουν στο μυαλό τους κάποιους καμηλιέρηδες που περπατούν
στο Καρνάκ και στη Γκίζα. Τι σχέση ημπορεί νά’ χουν συλλογιούνται
ετούτοι οι φελάχοι του Μισιριού σήμερα με τους αρχαίους Φαραώ, και το
βασιλικό ήθος των πυραμίδων τους. Την ίδια σχέση βρίσκουν οι ξένοι
στους σημερινούς έλληνες με τους αρχαίους. Οι θεωρίες των διαφόρων
Φαλμεράυερ έχουν περάσει στους φράγκους. Εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι
τους αποσβολώσαμε με τους ιστορικούς, τους γλωσσολόγους, και τους
λαογράφους μας. Λάθος. Κρύβουμε το κεφάλι με το λιανό μας δάκτυλο. Και
βέβαια. Πως μπορούσε να γίνει αλλιώς, αφού ο μεγάς γλωσσολόγος Γ.
Χατζιδάκις έλεγε αυτά που μας έλεγε, - ορθά- κι από την άλλη έβριζε το
Σολωμό μας αγράμματο, και τη γλώσσα του σκύβαλα και μαλλιαρά μαλλιά. Σχέση
με τους αρχαίους έλληνες έχουμε εμείς, λένε οι γάλλοι, οι εγγλέζοι και
οι γερμανοί. Εμείς, που τους ανακαλύψαμε, τους αναστυλώσαμε, τους
εξηγήσαμε. Για τους ευρωπαίους οι νεοέλληνες είμαστε μια δράκα
ανθρώπων απρόσωπη, ανάμεσα σε βαλκανιλίκι, τουρκολογιά και αράπηδες.
Ειμαστε οι ορτοντόξ. Με το ρούσικο τυπικό στη γραφή, με τους κουμπέδες
και τους τρούλους πάνω από τα σπίτια των χοριών μας, με ακτινογραφίες
σωμάτων και σκουληκόμορφες φιγούρες αγίων στούς τοίχους των εκκλησιών. Οι
ευρωπαίοι βλέπουν τους πολιτικούς μας να ψηφίζουν στή Βουλή να μπει το
«ορθόδοξος» στην ευρωπαϊκή μας ταυτότητα, κατά τη διαταγή των παπάδων,
και κοιτάζουν ανακατωμένοι και ναυτιάζοντας κατά το θεοκρατικό Ιράν και
τους Αγιατολάχους. Τέτοιοι οι βουλευτές μας, ακόμη και της Αριστεράς .
«Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί (sic) εκατάστρεψαν το έθνος».
Έτσι γράφει ο Παπαδιαμάντης. Θέλεις νά `χεις πιστή εικόνα του
νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές
κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι Μακαρίου Β΄ της Κύπρου. Και τα γένεια
τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράκτες
τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του
φερετζέ της τούρκισσας, και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο. Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα για να μετρήσεις τη διαφορά. Φέρε
τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτικές. Να
ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι
κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά
ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά,
αρμοσμένα στις δυνατές φρέρνες. Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι
γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες,
τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες
του Άργους και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα
όρη μαζί με την Αταλάνδη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του
Ευθυδίκου. Όλες και όλοι στηριγμένοι χαρούμενα σε κάποια μαρμάρινη
στήλη, σ’ ένα λιτό κιονόκρανο, σε μια κρήνη λευκή της Αγοράς. Με
περίγυρα τους ωραίους γεωμετρημένους ναούς, αναπαμένους στο φως και στην
αιθρία. Άνθρωποι, και θεοί, και αγάλματα ένα.. Όλα ετούτα, για να
συγκρίνεις την παλαιή και τη νέα Ελλάδα, να τα βάλεις και να τα
παραβάλεις. Και στήσε το φράγκο από δίπλα, να τα κοιτάει και να τα
αποτιμά. Με το δίκιο του θα `χει να σου ειπεί: άλλο πράμα η μέρα και το
φως, και άλλο η νύχτα και οι μαύροι βρυκολάκοι. Δε γίνεται να βάλεις στο
ίδιο βάζο υάκινθους και βάτα. Και κάπου θα αποσώσουν επιτιμητικά την
κρίση τους: -Ακούς αναίδεια; Να μας ζητούν κι από πάνω τα ελγίνεια
μάρμαρα. Ποιοί μωρέ; Οι χριστιανοχομεϊνηδες;
Αλλά
είναι καιρός από τις ασκήσεις επί χάρτου να περάσουμε στα πεδία των
επιχειρίσεων. Να κοιτάξουμε την πυρκαγιά που αποτεφρώνει το σπιτάκι μας. Γιατί
είμαστε σβημένοι από τον κατάλογο των εθνών; Γιατί η Μακεδονία γίνεται
Σκόπια, η Κύπρος γίνεται τουρκιά, το Αιγαίο διεκδικιέται ως το mare
nostrum των οθωμανών; Γιατί ο πρόεδρος της Τουρκίας είπε πρόσφατα στην
Αθήνα, ότι είμαστε μια επαρχία του παλιού οθωμανικού κράτους, που
αποσχίσθηκε και πρέπει να μας ξαναπροσαρτήσουν; Γιατί ο Μπερίσα της
Αλβανίας έχει να λέει πως οι έλληνες κάνουν διπλωματία που έρχεται από
το Μεσσαίωνα και τους παπάδες; Γιατί ο Αλέξανδρος βαφτίζεται Ισκεντέρ,
και ο Όμηρος Ομέρ Βρυώνης; Γιατί οι διακόσιες χιλιάδες έλληνες της Πόλης
γίνανε χίλοι, και οι τούρκοι της Δυτικής Θράκης θρασομανούν, και
γίνουνται όγκος κακοήθης που `τοιμάζει μεταστάσεις; Γιατι δυό από
τους πιό σημαντικούς μας ποιητές ο μέτριος Σεφέρης κι ο μεγάλος Καβάφης,
καταγράφουνται στις διεθνείς ανθολογίες και τους ποιητικούς καταλόγους
μισό έλληνες μισό τούρκοι; Γιατι όλα τα εθνικά μας δίκαια ευρωπαίοι
και αλβανοί, βουλγαροι και εβραίοι, ορθόδοξοι και ρούσοι, τούρκοι και
βουσμανοαμερικανοί τα βλέπουν σαν ανόητες και μίζερες προκλήσεις, σαν
υλακές και κλεφτοεπαιτίες; Ποιά τύφλωση μας φέρνει να μη βλέπουμε ότι
στα μάτια των ξένων εκαταντήσαμε πάλι οι παλαιοί εκείνοι
γρεκολιγούρηδες; Οι esurientes graeculi του Γιουβενάλη και του Κικέρωνα;
Το πράγμα έχει και περιγραφή και ερμηνεία.
Μέσα
στη χώρα, στην παιδεία δηλαδή και την παράδοσή μας, εμείς περνάμε τους
εαυτούς μας λιοντάρια, εκεί πού οι έξω από τη χώρα μας μας βλέπουνε
ποντίκια. Θαρούμε πως είμαστε τα παιδόγκονα του Αριστοτέλη και του
Αλεξάνδρου. Οι ξένοι όμως σε μας βλέπουνε τις μούμιες πού βρέθηκαν σε
κάποια ασήμαντα Μασταβά. Γιατί; Τα διότι είναι πολλά. Όλα όμως
συρρέουν σε μια κοίτη. Σε μια απλή εξίσωση με δυό όρους και ένα ίσον.
Είναι `τη: νεοέλληνες ίσον ελληνοεβραίοι. Αν εφαρμόσουμε αυτή την
εξίσωση στα πράγματα,θα μας δώσει δύο γινόμενα. Το πρώτο είναι ότι ζούμε
σε εθνική πόλωση. Το δεύτερο, ακολουθία του πρώτου, ότι ζούμε χωρίς
εθνική ταυτότητα. Οι νεοέλληνες είμαστε ένα γέννημα μπασταρδεμένο και
νόθο. Ούτε ίπποι ούτε όνοι, ούτε όνισσες ούτε φοράδες. Είμαστε μούλοι.
Δηλαδή μουλάρια. Και τα μουλάρια δεν γεννούν. Ότι οι νεοέλληνες
είμαστε ελληνοεβραίοι σημαίνει το εξής: ενώ λέμε και φωνάζουμε και
κηρύχνουμε ότι είμαστε έλληνες, στην ουσία κινιόμαστε και υπάρχουμε και
μιλάμε σαν να είμαστε εβραίοι. Αυτή είναι η αντίφαση. Είναι η
σύγκρουση και η αντινομία που παράγει την πόλωση. Και η πόλωση στην
πράξη γίνεται απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Και το τελευταίο τούτο
σημαίνει πολλά. Στήν πιό απλή διατύπωση, σημαίνει να `σαι
τουρκόγυφτας, και να ζητάς να σε βλέπουν οι άλλοι πρίγκηπα. Σημαίνει νά
`σαι η μούμια των Μασταβά, και να ζητάς από τους ευρωπαίους να σε
βλέπουν ιδιοκτήτη της Ακρόπολης. Σημαίνει να σε θωρείς λιοντάρι, και οι
ξένοι να σε λογαργιάζουνε πόντικα.
Τους ξέρει κανείς;
...Να
μας πούνε δηλαδή, αν έχουνε ακουστά τα ονόματα:Εμπεδοκλής,
Αναξίμανδρος, Αριστόξενος ο Ταραντινός, Διογένης ο Λαέρτιος, Αγελάδας,
Λεύκιππος, Πυθαγόρας ο Ρηγίνος, Πυθέας που στον καιρό μας σημαίνουν
αντίστοιχα Αϊνστάιν, Δαρβίνος, Μπετόβεν, Έγελος, Μιχαήλ Άγγελος, Μαξ
Πλάνκ, Ροντέν, Κολόμβος. Να μας μιλήσουν για κάποιους όρους σειράς
και βάσης, όπως σφαίρος στον Εμπεδοκλή, κενό στο Δημόκριτο, εκπύρωση
στον Ηράκλειτο, μηδέν στον Παρμενίδη, κατηγορία στον Αριστοτέλη, τόνος
στους Στωικούς. Να μας ειπούν οι κάθε λογής έλληνες επιστήμονες τι λέει η λέξη ψυχρά φλογί στον Πίνδαρο, μεταβάλλον αναπαύεται στον Ηράκλειτο, δακρυόεν γελάσασα στον Όμηρο, χαλεπώς μετεχείρισαν στο Θουκυδίδη…
Να
μας ειπούνε, πόσοι φιλόλογοι, έξω από τα σχολικά κολλυβογράμματα έχουν
διαβάσει στο πρωτότυπο τρεις διαλόγους του Πλάτωνα, δύο Νεμεόνικους του
Πινδάρου, την Ωδή στην αρετή του Αριστο-τέλη, έναν Ομηρικό Ύμνο. (Και
αυτό δεν είναι ραψωδία). Και για να μας πιάσει τεταρταίος και
καλπάζουσα, να μας ειπεί ποιός γνωρίζει και διδάσκει από τους ειδικούς
προφεσσόρους στα πανεπιστήμια ότι οι τρεις τραγικοί ποιητές μας στη βάση
τους είναι φυσικοί επιστήμονες, ότι στη διάλεξή του για την αρετή ο
Πλάτων έκαμε στους ακροατές του ένα μάθημα γεωμετρίας, ότι η Ακρόπολη
των Αθηνών είναι δωρικό, και όχι ιωνικό καλλιτέχνημα, ότι η διδασκαλία
τραγωδίας στον θέατρο ήταν κήρυγμα από άμβωνος ότι η θρησκεία των
ελλήνων ήταν αισθητική προσέγγιση των φυσικών φαινομένων. Δεν νομίζω,
αναγνώστη μου, ότι σε όλα αυτά τα επίπεδα η έρευνά μας θα δώσει ποσοστά
γνώσης και κατοχής σε βάθος του κλασικού κόσμου από τους νεοέλληνες που
να υπερβάινουν τους δύο στους χίλιους. Τι φωνάζουμε τότε, και
φουσκώνουμε, και χτυπάμε το κούτελο στο μάρμαρο ότι είμαστε έλληνες; Για
το θεό δηλαδή. Παράκρουση και παραφροσύνη.
Αυτούς;
Από
το Ελληνικό ερχόμαστε στο Εβραίικο. Ερωτάμε το ίδιο στατιστικό δείγμα,
το ευρύ και το πλήρες, αν έχουν ακουστά τα ονόματα Μωϋσής, Αβραάμ,
Ησαϊας, Ηλίας με το άρμα, Νώε, Βαφτιστής, Εύα η πρωτόπλαστη, Ιώβ, ο
Δαναήλ στο λάκκο, η Σάρα που γέννησε με εξωσωματική. Και όχι μόνο τα
ονόματα, αλλά και τις πράξεις ή τις αξίες που εκφράζουν αυτά τα ονόματα. Υπάρχει
γριά στην επικράτεια που να μην ξεύρει τούτους τους εβραίους; Δεν
υπάρχει ούτε γριά, ούτε ορνιθοκλόπος στις Σποράδες, ούτε κλεφτογιδάς
στην Κρήτη. Εδώ τα ποσοστά αντιστρέφουνται. Στους χίλιους νεοέλληνες τα
ναι γίνουνται ενιακόσια τόσα, και τα όχι δύο. Και δεν ξεύρουν μόνο τα
ονόματα, αλλά είναι έτοιμοι να σου κάνουν αναλύσεις στην ουνιβερσιτά και
στην ακαντέμια για τις ηθικές και άλλες αξίες που εκφράζει το κάθε
όνομα. Το ίδιο συμβαίνει και για φράσεις όπως Προς Κολασσαείς, Προς
Κορινθίους, Εκ του κατά Λουκάν.Εδώ μάλιστα μεγάλος αριθμός νεοελλήνων
ξεύρει απόξω ολόκληρα χωρία και περικοπές. Μόνο που συμβαίνει κάποτε να
ακούσετε τους ψαλτάδες στις εκκλησίες το Χριστός Ανέστη να το ψέλνουν,
όπως εκείνος ο απόστρατος χωροφύλακας του Παπαδιαμάντη μας:
Κστό – μπρε – Κ’στος ανέστη εκ νεκρών θανάτων θάνατον μπατήσας κ’ έντοις – έντοις - μνήμασι ζωήν παμμακάριστε
Και το άλαλα τα χείλλη των ασεβών,
Άλαλα τα χείλη, οι κερατάδες.
Και δόστου να το γυρίζουν άλλοτε στον αμανέ και άλλοτε στο κλέφτικο. Το
ίδιο συμβαίνει, αν τους ειπείς για τόπους όπως Ιορδάνης, Γαλιλαία,
Γεσθημανή (sic), Όρος Σινά, Καπερναούμ. Τιβεριάς. Αν όμως τους ειπείς
για Βάσσες ή Φιγαλία, για Αργινούσες ή Πλημμύριον, για Περίπατο ή Κήπο
(περιπατητικοί, επικούρειοι), σου απαντούν, όπως ο Μακρυγιάννης. Όταν
είδε το Σκούρτη και τους άλλους ναυάρχους στα όρη να οδηγούν σε μάχη
τους στρατιώτες του Νικηταρά με ναυτικά παραγγέλματα: -Τι όρτζα, πόρζα, και γαμώ το καυλί του μας λέει ο κερατάς;
Το
ίδιο συμβαίνει, αν ζητήσεις να σου αναλύσουν την επί του Όρους Ομιλία, ή
να σου τραβήξουνε διάλεξη περί νηστείας, περί προσευχής, περί του
«Δεύτε οι ευλογημένοι....». Ο κάθε νεοέλληνας εδώ είναι πτυχιούχος και
ειδήμονας. Είναι κληρονόμος και καθηγητής. Ξέρει να ταϊσει άχυρα το
σκυλί του, και κόκαλα το γαϊδούρι του. Γνώση και πίστη και σοφία, που να
ιδούν τα μάτια σου και να μην πιστεύει ο νους σου.
Η εθνική μας σχιζοφρένεια
Ποιός
είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο πατριάρχης που έσκασε από το κακό του,
γιατί τον εμποδίσαν και δεν επρόφταξε να αφορίσει το Ρήγα. Το
μεγαλομάρτυρα Ρήγα. Ποιός είναι ο Γρηγόριος ο Ε΄; Είναι ο πατριάρχης
που βλέπουμε τον ανδριάντα του μπροστά στο εθνικό πανεπιστήμιο. Δίπλα
στο Ρήγα. Πού ξανακούστηκε τέτοιο κυλώνειο άγος! Ο Λεωνίδας κι ο
Εφιάλτης αγκαλιά. Η ελληνική σχιζοφρένεια αγαλματοποιημένη μπροστά στα
πόδια της ελληνικής παιδείας. Μπροστά στο αγνό βάθρο του μέλλοντος των
παιδιών μας. Αυτή η συμβολική στιγμή και εικόνα, ο Γρηγόριος Ε΄ δίπλα
στο Ρήγα μπροστά στο πανεπιστήμιο, είναι το σύμβολο παλλάδιο της
μουλαροσποράς μας. Ο καημένος ο Κολοκοτρώνης. Είπε κάποτε πως μια μέρα το πανεπιστήμιο θα γκρεμίσει το παλάτι. Λάθος σοφέ, μου γέρο. Γιατί
αφόντας εστήσανε μπροστά στο πανεπιστήμιο τον πατριάρχη, η νεότερη
Ελλάδα είχε παίξει πια τη ζαριά της στο Ρουβικώνα. Είχε πάρει το δρόμο
της. Τη στράτα του κακού και της ανεμοζάλης. Η Ελλαδοελλάδα αποσύρθηκε,
άκρα πικραμένη και περήφανη. Και άφηκε την Εβραιοελλάδα να ξερογλείφεται
σα μαϊμού απάνου στη σκηνή του καραγκιόζη:
Γειά σου, μάνα μου Ελλάς, Είμαι κλεφτοφουκαράς.
Η
σμαρδή και φαναριώτικη πολιτική στον Αγώνα, με Μαυροκορδάτο και Κωλέττη
και παπάδες, θα περάσει ύστερα, και θα δώσει το ρυθμό και τον τόνο της
στην πολιτική ιστορία της «νεότερης Ελλάς». Φατρίες, κομματισμός,
αρριβισμός, βουλευτοτσιφλικάδικα. Εθνική αφασία, ξενοκίνητα νήματα της
μαριονέττας, το αγγλόφιλο, το γαλλόφιλο, το ρωσόφιλο. Πολιτική του
ρουσφετιού και της ασυδοσίας, δουλοφροσύνη, λεονταρισμοί, απαξία,
ιδιοτέλεια. Ό,τι ανθίζει πια, κι ό,τι καρπίζει σήμερα στη χώρα. Νούλες
και κουλούρηδες, χάχηδες και σάκηδες, ντόρες και ντορήδες. Περάστε
κόσμε. Έξω από τα λίγα αργά φωτεινά διαλείμματα. Τ αγγελικό και μαύρο
φως του ποιητή. Που ο ένας θα περάσει μια Κυριακή πρωί μπροστά στον
αη-Σπυρίδωνα. Που ο άλλος θα ειπεί κατάδακρυς: ώστε λοιπόν, ανθ’ ημών
Γουλιμής! Και ο τρίτος θα σημειώσει σιωπηλά στο καλεντάρι του: 1
Νο-εμβρίου 1920. Η τελευταία πράξη της τραγωδίας, η ταφόπλακα δηλαδή
που σκέπασε το φονικό, ανάλογη με την ταφόπλακα του 843 που έθαψε την
αρχαία Ελλάδα, ήταν το διάταγμα του ελλληνικού κράτους να ονομάσει το
Υπουργείο για τη μόρφωση των παιδιών μας Υπουργείο των εκκλησιαστικών.
Και λίγο αργότερα Υπουργείο εθνικής παιδείας και θρησκευμάτων. Και τούτο
το άνομο όνομα και νόημα τέρας το φέρνει μέχρι σήμερα. Η εθνική
σχιζοφρένεια υπογράφτηκε και σφραγίστηκε με τη μεγάλη του Κράτους
σφραγίδα. Ακούσατε πουθενά σε Ευρώπη ή σε Αμερική, σε Σαχαλίνη,
Ταγκανίκα ή Εσκιμώους, η παιδεία ενός έθνους, η μεγάλη ελπίδα και το
μυστήριο των μυστηρίων του, να μπερδεύεται με το αντερί και το ράσο;
Υπάρχουν Έλληνες;
Οι
εβραίοι εκαλλιέργησαν τη γη της πίστης. Οι έλληνες εκαλλιέργησαν τη γη
της γνώσης. Οι εβραίοι ήσαν δήμιοι, οι έλληνες ήταν οι δικαστές. Οι
εβραίοι ήσαν αδίσταχτοι, οι έλληνες ήσαν ευγενικοί. Για αυτό και νίκησαν οι εβραίοι τους έλληνες. Εχρησιμοποίησαν
σαν όπλο τους βέβαια το χριστιανισμό, ένα νόθο και μυσαρό παρασάρκωμα
του σώματος τους, από τους ίδιους απόβλητο, και αφάνισαν την ωραία
Ελλάδα. Ότι δεν εκατάφερε η ανδρεία, το κατάφερε ο δόλος. Η κλασική
περίπτωση του έλληνα Διγενή.
Ζηλεύγει ο Χάρος, με χωσιά μακρά τονε βιγλίζει,
και λάβωσέ του την καρδιά και την ψυχή του επήρε.
.........................
Μ’
ένα λόγο, ο μέγας και ο βαθύς εβραίικος πολιτισμός –δεν ειρωνεύομαι,
κυριολεκτώ- μέσα από τη χριστιανική του μετάλλαξη, κι αυτή πια δεν είναι
ούτε μεγάλη ούτε βαθιά, πέρασε ως το μυελό των οστών και στη διπλή
σπείρα του DNA όλων των νεοελλήνων. Ένα μόνον δεν γνωρίζουν. Ότι ο
σπουδαίος αυτός πολιτισμός είναι εντελώς αντίθετος με τον πολιτισμό της
κλασικής Ελλάδας. Το αρνί και ο λύκος. Ο πάμφωτος ναός της Αφαίας στην
Αίγινα, και το μονύδριο της αγίας Ελεούσας στο νησί της λίμνης των
Ιωαννίνων, με την αγράμματη καλόγρια που κυνηγά τις έγκυες και τις
λεχώνες, γιατί `ναι μαγαρισμένες, λεέι. Αλλά δεν είναι εδώ ο καιρός
και ο τόπος για τέτιες εξηγήσεις. Το θηρίο το καταπάλαιψα σε άλλες
εκστρατείες. Ήμουν και εγώ στον πόλεμο τοξότης που ξαστόχησε, λέει ο
ποιητής. Τέτοια λογής αποτέλεσμα θα μας δώσει η στατιστική έρευνα
στον πληθυσμό της χώρας αναφορικά με την απόδραση του Ελληνικού, και την
επίδραση του Εβραίικου. Στην επιφάνεια και στον τύπο και στο όνομα
είμαστε έλληνες. Στο βυθό όμως και στην ουσία και στην ύλη είμαστε
εβραίοι. Και μην μας παραπλανά το απλοϊκό δικηγοριλίκι, που
κανοναρχούν ιεροκήρυκες και ιερολόγοι, ότι τάχατες άλλο εβραίοι κι άλλο
χριστιανοί. Άλλο ορθόδοξοι κι άλλο ρωμαιοκαθολικοί. Ο ισχυρισμός αυτός
είναι δόλιο σόφισμα, και αφέλεια ξεχειλωμένη. Όσοι λένε τούτη την
παλαβομάρα, είναι σα να λένε: Άλλο εταίρα κι άλλο πουτάνα. Μα σε σεμνεία
δουλεύουνε και οι δύο. Άλλο δρομέας κι άλλο δισκοβόλος. Μα αθλητές
είναι και οι δύο. Άλλο λέμφωμα, άλλο λευχαιμία, κι άλλο νεοπλασία του
λάρυγγα. Μα καρκίνοι είναι όλοι τους. Και κακά σπυριά, που σκοτώσανε
Καβάφη και Φρόυντ. Οι νεοέλληνες εκρατήσαμε το σχήμα από τους έλληνες
. Η μάζα όμως, το m που λένε οι φυσικοί, είναι καθαρά εβραίικη. Και ο
χώρος, το spatium ή s που λένε οι φυσικοί, μέσα στον οποίο συντελέστηκε η
αφελλήνιση των ελλήνων είναι τό χριστιανικό βυζάντιο. Και ο χρόνος ο
tempus ή το t που λένε οι φυσικοί, που στη διάρκειά του συντελέστηκε ο
εξεβραϊσμός των ελλήνων είναι από τον καιρό του Θεοδόσιου μέχρι σήμερα.
…………………………………
Αλλά
πέστε να πάψουν επάνω οι φωνές των γυναικών. Και σταματήστε τα δάκρυα
για τον Ορέστη. Γιατί κάπου βαθιά στον καθένα μας υπάρχουν κρυμμένοι οι
έλληνες. Και περιμένουν. Τό `δειξε ο Θοδωράκης και ο Σολωμός. Τό
`δειξε το Δώδεκα δεκατρία και ο Τρικούπης. Τό `δειξε ο Γοργοπόταμος, ο
Καβάφης, και το ύψωμα 731 κοντά στο Βεράτι.
Με κρασί και τραγούδι
Έλληνες θα ειπεί δύο και δύο τέσσερα στη γη. Όχι δύο και δύο είκοσι δύο στον ουρανό. Έλληνες
θα ειπεί να προσκυνάς τακτικά στους Δελφούς το γνώθι σαυτόν. Όχι να
κάνεις την εξομολόγηση στους αγράμματους πνευματικούς και στους μαύρους
ψυχοσώστες. Έλληνες θα ειπεί να σταθείς μπροστά στη στήλη του Κεραμεικού και να διαβάσεις το επιτύμβιο:
στάθι καί οίκτιρον.
Σταμάτα,
και δάκρυσε, γιατί δε ζω πιά. Κι όχι να σκαλίζεις πάνω σε σταυρούς
κορακίστικα λόγια και νοήμαα: προσδοκώ ανάσταση νεκρών. Έλληνες θα
ειπεί το πρωί να γελάς σαν παιδί. Το μεσημέρι να κουβεντιάζεις φρόνιμα.
Και το δείλι να δακρύζεις περήφανα. Κι όχι το πρωί να κάνεις μετάνοιες
στα τούβλα. Το μεσημέρι να γίνεσαι φοροφυγάς στο κράτος και επίτροπος
στην ενορία σου. Και το βράδυ να κρύβεσαι στην κώχη του φόβου σου, και
να ολολύζεις σα βερέμης. Ακόμη και ο Ελύτης, καθώς εγέρασε, τό `ριξε στους αγγέλους και στα σουδάρια. Τι απογοήτεψη... Έλληνες
θα ειπεί όσο ζεις, να δοξάζεις με τους γείτονες τον ήλιο και τον
άνθρωπο. Και να παλεύεις με τους συντρόφους τη γη και τη θάλασσα. Και
σαν πεθάνεις, να μαζεύουνται οι φίλοι γύρω από τη μνήμη σου, να πίνουνε
παλιό κρασί, και να σε τραγουδάνε:
Τρεις αντρειωμένοι εβούλλησαν να βγούν από τον Άδη Ένας τον Μάη θέλει να βγει κι άλλος τον Αλωνάρη Κι ο Δήμος τ’ αγια-Δημητριού ν’ ανοίξει γιοματάρι. Μια λυγερή τους άκουσε, γυρεύει να την πάρουν. Κόρη, βροντούν τ’ ασήμια σου, το φελλοκάλιγό σου, Και το χρυσά γιορντάνια σου, θα μας ακούσει ο Χάρος
Για την Αμερική και την παθογένεια του σημερινού κόσμου
Η
Αμέρικα σήμερα, με τη μπακιρένια λάμψη του βίου και του πολιτισμού της,
είναι η Ρώμη της εποχής του Βαλεριανού και του Ηλιογάβαλου.
Ο
πρόεδρος της Αμέρικας σήμερα, ο πλανητάρχης όπως τον λένε μετά την
περεστρόικα των μπολσεβίκων, είναι ο καίσαρας στην ίδια εποχή της Ρώμης.
Μια εποχή, δηλαδή, που το κύριο γνώρισμά της ήτανε η άκρα ακράτεια
ούρων και κοπράνων.
Οι
αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες σήμερα, που στο φανερό δορυφορούν την
Αμέρικα αλλά στο κρυφό φιλούν το χέρι που δεν ημπορούν να δαγκάσουν,
είναι οι πιο ζωτικές επαρχίες της Ρώμης στην εποχή του Βαλεριανού και
του Ηλιογάβαλου, που συνουσιαζότανε μέσα στα ιερά των ναών με τη μάνα
του. Τη γριά Ιοκάστη, όπως την εγιουχάϊζε στο Κολοσσαίο η πλέμπα της
Ρώμης. Ήγουν:
Γερμανία
επαρχία Μακεδονίας, Ρωσία επαρχία Ακουϊτανίας, Ιαπωνία επαρχία Αφρικής,
Βρετανία επαρχία Σικελίας και Κρήτης, Ιταλία επαρχία Κοίλης Συρίας και
Παλαιστίνης, Γαλλία επαρχία Αχαΐας και διάταζε ανάλογα, όσο να βρεις
όλους τους παράλληλους βίους των σημαντικών εθνών του ΟΗΕ με τις είκοσι
πέντε συγκλητικές και αυτοκρατορικές επαρχίες της Ρώμης.
Και η πόλη Σινσιννάτη της Αμέρικας φέρνει το όνομα του αστραφτερού Κιγκινάτου. Στέμμα χωρίς κεφάλι.
Και
οι πόλεις Ίτακα και Άθενς της Αμέρικας σήμερα φέρνουν το όνομα της
Ιθάκης και την Αθηνών της παλαιάς Ελλάδας. Κιονόκρανα στο φωταγωγό
πολυκατοικίας.
Για
τους πληθυσμούς και τα σχολειά της Αμέρικας σήμερα η πολιτική ιστορία
του ανθρώπου αρχίζει με το Τζέφερσον. Και η ιστορία της φιλοσοφίας
ξεκινά με το Τζων Λοκ. Μα ποιες μωρές παρθένες είπανε ότι τα δέντρα
χρειάζουνται τις ρίζες, και θεμέλια τα σπίτια;
Στα
1992 η Αμέρικα γιόρτασε με επισημότητα τα δυόμισι χιλιάδες χρόνια της
δημοκρατίας του ανθρώπινου γένους, με την ήρεμη συνείδηση ότι μόνη αυτή
είναι ο απαραχάρακτος συνεχιστής ότι μόνη αυτή είναι ο απαραχάρακτος
συνεχιστής του νου και των έργων του Σόλωνα και του Κλεισθένη.
Αλλά
σε ποιες κύρβεις του δήμου της Αθήνας, και σε ποιες ελεγείες του Σόλωνα
διαβάσανε οι αμερικανοί ότι δημοκρατία σημαίνει να πίνεις μαζί με τα
βαμπίρ το αίμα των λαών της γης, και από πάνω να υποχρεώνεις τα
σκελετωμένα έθνη να σου λένε και ''σπολλάτη''.
Σήμερα
οι κακές γλώσσες της στατιστικής μας λένε ότι τα απορρίμματα της
Αμέρικας θα φτάνανε να θρέψουν ολόκληρη την πειναλέα Αφρική. Ότι ένας
μέσος αστός της Αμέρικας σπαταλάει αγαθά ζωής, που αν ζούσε στην εποχή
του Σόλωνα θα χρειάζουνταν πεντακόσιοι δέκα δούλοι να δουλεύουνε από
ήλιο σε ήλιο για να τα παραγάγουν. Ότι ο κάθε αμερικανός εξοδεύει
ενέργεια για τετρακόσιους ινδούς.
Όλα
ετούτα θα ήσαν κατανοητά, και έγκριτα ίσως, εάν δεν υπήρχε εκείνο το
αμείλικτο άρθρο στον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ, που ορίζει ότι όλοι οι
άνθρωποι του πλανήτη είναι ίσοι, και δικαιούνται τα ίδια δικαιώματα. Και
εάν οι αμερικανοί δεν έπαιξαν το ρόλο του κοινωνικού παιδονόμου για την
τήρηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τα κράτη της Οικουμένης.
Κάθε
μέρα κόβεται ένα μικρό δάσος από δέντρα και τυπώνουνται τα φύλλα των
Τάιμς της Νέας Υόρκης. Για να διαβάζουν οι εναλφάβητοι αμερικανοί την
Κίτρινη πληροφόρηση, ανία του καθημερινού, προπαγάνδα, διαφήμιση,
αποκριάτικο μασκαριλίκι της αλήθειας. Και γνώση του τύπου Οι Φιλισταίοι
της Παλαιάς Διαθήκης ήσαν έλληνες, και ο Αϊ-Γιάννης ο Νηστικός
φιλόσοφος.
Στα
πανεπιστήμια της Αμέρικας σήμερα εκείνοι που κατά πλειονότητα σπουδάζουν
κλασικές επιστήμες είναι οι επιρρεπείς στον ουρανισμό και στην
ομοφυλοφιλία. Γιατί στην κλασική Ελλάδα, έτσι λένε κι έτσι μαθαίνουν
αυτά τα ξουράφια στην έρευνα του Θουκυδίδη και του Αισχύλου, η κυρία
επίδοση και η κύρια καλλιέργεια ήταν το πνεύμα των κίναιδων και των
αρσενοκοιτών.
Στα
γραφεία κηδειών της Αμέρικας σήμερα κάποιοι υψηλοί πελάτες πληρώνουν
μυθικά ποσά για να ενοικιάσουν, εν κρυφώ και παραβύστω, ωραία κορίτσια
στο φέρετρο προκειμένου να ικανοποιήσουν τις νεκροφιλικές τους
διαστροφές. Περίλυποι οι νεκροθάφτες φορούν τα λευκά τους χειρόκτια και
εξηγούν στις πενθούσες οικογένειες ότι η άτυχη νέα τους φυλάγεται ακόμη
στο ψυγείο σε λίστα αναμονής ενταφιασμού.
Και
μία ντιρεκτίβα των κέντρων απόφασης στην Αμέρικα σήμερα, που φροντίζουν
μαζί με τις ακτίνες του Αγάλματος της Ελευθερίας να σκορπίζεται στις
πέντε ηπείρους και στους πέντε ωκεανούς, ορίζει ότι όλα τα έθνη της γης
βαραίνουν το ίδιο βάρος στη ζυγαριά των αξιών και της ποιότητας,
ανεξάρτητα από την ιστορική κληρονομιά και την πνευματική παράδοση που
συνοδεύει το καθένα.
Ελλάδα
του Ομήρου και Ουγκάντα του χθες, για παράδειγμα 1-1. Γαλλία του Ρουσσώ
και του Ροβεσπιέρου και Φιννοτουρκομογγόλοι 2-2. Ρωσία του θωρηκτού
Ποτέμκιν και φαλαινοθηρικά της Αλάσκας 3-3. Ιαπωνία Αμέρικα Περλ Χάρμπορ
και Ναγκασάκι. Ποιος Αρμαγεδώνας προόδου ισοπέδωσε στην τοπογραφία της
ιστορίας όρη και λόφους, Νείλους και ρύακες, Νεκρά θάλασσα και Έρημη
Χώρα.
Ο
πολιτισμός της Αμέρικας σήμερα διαπλάθει μαζικούς αριθμούς ανθρώπων
απανταχού του πλανήτη με δείκτη ύπαρξης τόσο βλαμμένο και τόσο βλαπτικό
για το παρόν και το μέλλον των ανθρώπων, που αναγκάζεσαι να παραδεχθείς
ότι τέτοιοι άνθρωποι σαν κοινωνικές μονάδες υπολείπουνται συντριπτικά σε
σύγκριση με τα αθώα μικρά ζώα. Αιτία που αρκεί να ερμηνέψει το παράλογο
φαινόμενο της εποχής, ν’ αγαπούν πολλοί ένα σκύλο ή μία οικόσιτη μαϊμού
περισσότερο από τους ανθρώπους.
Η
Αμέρικα σήμερα στην ιστορία του ανθρώπου καταγράφει μία επιδημία λέπρας
απάνου στο δέρμα της γης. Η αρρώστια της είναι η ψυχολογική αθλιότητα
των μαζών, όπως την ονόμασε ο Φρόιντ. Das psychologische Elend der
Massen.
Τέτοια
βαριά πανούκλα κανείς δεν ημπορεί να προβλέψει, πώς θα τελειώσει. Όσο
σοφός και να ΄ναι. Και όσο και να ταράζει την ακοή του ή βουή των
πλησιαζόντων γεγονότων, που είπε ο Απολλώνιος Τυανέας και ο Καβάφης. Ο
πρώτος στον καιρό του Πλούταρχου, και ο δεύτερος στον καιρό του Νίτσε.
Των δύο σπουδαίων ανδρών, που κήρυξαν το θάνατο του θεού μέσα στην
ιστορία.
Τη
χιλιόχρονη και παντοδύναμη Ρώμη του Βαλεριανού και του Ηλιογάβαλου την
ξεθεμελίωσαν τέσσερις άνθρωποι. Ο Ιησούς, ο Παύλος, ο Πέτρος, η Μαρία.
Άοπλοι όλοι, και ανίδεοι για το πού τράβαγαν την ιστορία. Μαζί με τη
Ρώμη όμως τότε καταποντίστηκε και ολόκληρη η Αρχαιότητα. Η Antike.
Τι
θα καταποντίσει την τραγική στην ατή και στην τύφλα της Αμέρικα σήμερα
με τις πλούσιες επαρχίες δορυφόρους της, συνεργούς στο παγκόσμιο έγκλημα
Θρησκευτικό, οικολογικό, πυρηνικό, σήψη οκνηρίας και αποζώωσης, η
αδικία τους που σωρεύεται γενεές τώρα στους αδύνατους, ηλεκτρονική
ασυδοσία, aids, δρόγες.
Όποιο
και να’ ναι το εργαλείο μετριέται έλασσον. Γιατί το μείζον είναι ότι
μαζί με την Αμέρικα θα καταβουλιάξει ολόκληρος ο πολιτισμός του
πλανήτη.Ο καλός Θεός όταν βρέχει, βρέχει επί δικαίους και αδίκους. Και ο
αγνός κεραυνός με τον οίακα όταν χτυπά, χτυπά αδιάκριτα κυπαρίσσια,
στάνες, βοσκούς. Και τον τάφο του Μαβίλη στο Δρίσκο.
Πάνου από τις πολιτείες μας έρχεται ο θάνατος μ’ ένα δρεπάνι πελώριο και κοφτερό, ίδια η μήνη του φεγγαριού. Μ’ εκείνην την άρπην καρχαρόδοντα του Ησίοδου. Που έκοψε τα γεννητικά μόρια του θεού Ουρανού. Τα αίματα που στάξανε στη γης, εγέννησαν τις Ερινύες.
Για τον Ιησού
Ο
ίδιος όμως ο Ιησούς, και έξω από τη χρήση που του κάμανε οι άνθρωποι,
έζησε αυθεντικά το ταξίδι του στον Άδη. Έζησε δηλαδή την ουσία του
θανάτου του όχι στο σταυρό αλλά στο νου του. Όπως περίπου και ο
Οδυσσέας.
Ο
Ιησούς, δεν επέθανε την Παρασκευή στο λόφο του Γολγοθά, αλλά την
Τετάρτη στο Όρος των Ελαίων. Ερημίτης, από τους άλλους παραμελημένος,
και παράμερα. Ήτανε τότε που ίδρωνε αίμα, και ψιθύριζε ένδακρυς «περίλυπός έστιν ή ψυχή μου έως θανάτου».
Εκεί
και τότε έπαιξε στο ζάρι την αγάπη του για τη ζωή και τον τρόμο του για
το θάνατο. Ό,τι αποφασίστηκε, το αποφάσισε η σκοτεινή βούληση της
ζαριάς. Όχι αυτός. Με τέτοιο νόημα πρέπει να ιδούμε εκείνα τα λόγια, που
από μόνα τους συνιστούν μια μαθηματική ανωμαλία (singularity): «παρελθέτω απ' εμού το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγώ θέλω αλλ' ως συ». Στην πρόταση αυτή έχουμε ένα ακόμη ακριβές παράδειγμα, ή διανοητικό πείραμα, της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ.
Κατά
τα υπόλοιπα ο Ιησούς ετελείωσε στα καρφιά με τη διαυγή συνείδηση του
πλήρους εξευτελισμού και της τέλειας αποτυχίας. Απάνω στον σταυρό και
κοντά στο τέλος του, ο ίδιος ούτε είδε ούτε φαντάστηκε την υστεροφημία,
την τιμή και τη λατρεία που του φύλαξε το μέλλον. Στον εαυτό του,
ελκόμενο και θνήσκοντα είδε έναν ποιητή των ονείρων που πεθαίνει αισχρά
και ατιμασμένα.
Ο
Ιησούς είναι ο άνθρωπος της εποχής του, αλλά και ο διαλεχτός της
νέκυιας των ποιητών. Ξεψύχησε κυκλωμένος από τις ίδιες σκέψεις
καλιακούδες, που θα είχε κάμει ο καθένας από κείνους τους έξι χιλιάδες
δούλους του Σπάρτακου, όταν τους είχε σταυρώσει εκατό χρόνια παλαιότερα
ο Κράσσος στο δρόμο από την Καπούη για τη Ρώμη.
Στα λόγια του «ίνατί με εγκατέλειπες;» βλέπω ένα συντριμμό χωρίς όρια. Το πιο αξιοθρήνητο ναυάγιο της υπαρκτικής βίωσης του ανθρώπου.
Αν
γινότανε τρόπος να ξαναγυρίσει σήμερα κοντά μας, και έβλεπε τη χάρη με
την οποία τον έχρισε η ιστορία, θα χαιρότανε. Γιατί θα 'βρισκε πως την
άξιζε τέτοια τιμή από τους ελάχιστους εκείνους που κατανοούν το δράμα
του. Επειδή έζησε ζωντανός το θάνατο του. Στην ίδια τροχιά του Οδυσσέα
και του Αινεία.
Όμως,
στα εκατοντάδες εκατομμύρια που τον λατρεύουν σήμερα σα θεό, τους
χριστιανούς καθώς τους λένε, θα είχε να ειπεί. Αυτός, ο φάγος και
οινοπότης:
- Μα
εγώ δεν είμαι χριστιανός, βρε σαφρακιάρηδες. Κι εσείς μοιάζετε σε μένα,
όσο μοιάζει ο ρυπαρός ιπποπόταμος στο περήφανο άλογο με το κατάλευκο
δέρμα και τα κατάμαυρα μάτια. Όλους εσάς δεν ήρθα να σώσω. Να σας
καταγγείλω ήρθα, και να σας φραγγελώσω. Το μυαλό σας, την ψευτιά σας,
την αχρεία ψυχή, και τις δολερές σας πράξεις. Αυτά είχα στο νου μου, την
ώρα που τίναζα τα αστροπελέκια με τα απανωτά «ουαί» για τη φαρισαϊκή
ηθική σας. Με αστραπές τρεκλές, με βροντή και με λάμψη εμαστίγωσα την
υποκρισία σας. Και σεις με κάματε σημαία στα ψεύδη και σάλπιγγα στις
πομπές σας. Γιατί όλοι σας, από τον πάπα της Ρώμης και τον πατριάρχη της
Πόλης, από το σοφό θεολόγο και το φοροφυγά επίτροπο της ενορίας ως τον
τουρλωτό καθηγούμενο του μοναστηριού, είσαστε ίδιοι οι τάφοι που
παράσταινα. Γιομάτοι ακαθαρσίες, μύγα κουλουμωτή, και σάπια κόκαλα. Και
τούτο το τέρας των τεράτων δύο χιλιάδες χρόνους τώρα. Το σέρνετε και
χαράζετε την τροχιά της ιστορίας, όπως οι Τρώες που έσερναν εκείνο το
ξύλινο άλογο με χαχανητά και αλληλούια από τα τείχη στην πόλη. Χωρίς να
ξέρουν ότι ετοίμαζαν το χαμό τους. Σας βλέπω χωσμένους στα ερείπια της
ιστορίας, που οι ίδιοι στο όνομά μου θα την γκρεμίσετε. Διπλοεντέληνοι
και παχυμουλαράτοι. Κακά σας έμαθε, όποιος σας είπε ότι σας φέρνω
ειρήνη. Ρομφαία και μαχαίρια σας έφερα1. Και το μεγάλο πόλεμο στον εαυτό
σας πρώτα, και ύστερα στους υποκριτές του κόσμου. Καμωθήκατε πως δεν
καταλάβατε αυτά που σας είπα. Όμως τα λόγια μου ήσαν κρυστάλλινα και
καθαρά σαν τα μάτια μου. Εκείνος που είναι να τραβήξει το δρόμο μου,
είπα, θα σηκώσει τον δικό του σταυρό1. Αλλο πέρασμα δεν υπάρχει. Ούτε
άλλη ερμηνεία στα λόγια μου. Μα εσείς διακωμωδήσατε την τραγωδία.
Ανοίξατε πόρτα εκεί που δεν υπάρχει. Την οδηγία μου την κατεβάσατε στη
λασπουριά και στα έλη σας. Όπου κοάζετε και βουτάτε με τους βαθράκους.
Εγώ να σηκώσω τις δικές σας αμαρτίες; Για ποιο λόγο τάχα, χαραμήδες; Το
χρώσταγα στην αμάθεια, στην οκνηρία, στο βόλεμά σας; Στο λιανό άντερο
και στο χοντρό σας; Ναι. Είναι αλήθεια πως σας ζήτησα ν' αγαπάτε τους
άλλους. Αλλά πώς ημπορείτε, θεομπαίχτες, ν' αγαπάτε τους άλλους, αν δεν
πάψετε πρώτα ν' αγαπάτε τον εαυτό σας; Που ο καθένας σας πιστεύει πως
είναι ο άξονας, που γύρω του κινείται η γη και η ιστορία; Με
παραχαράξατε ως το τελευταίο μου κύτταρο. Και διδάξατε πονηρά ότι
ανέβηκα στο σταυρό, για να σας λυτρώσω, Όχι. Εκείνος που είναι να σωθεί,
που σημαίνει εκείνος που διάλεξε τη ζωή της αρετής και του δίκιου, θα
τραβήξει αναπόφευγα για το δικό του λόφο και το δικό του όρος. Τέλος,
κιοτήδες και κάλπηδες. Αγιορείτες, μαδεμλίνοι, δομηνικανοί, σαβουρώματα.
Τέλος. Αρκετά στο όνομά μου σταυρώσατε το ανθρώπινο γένος!
Το περί θεού ερώτημα ή "Η Ερώτηση της Μαργαρίτας"
Πιστεύεις στο Θεό;
Glaubst du an Gott?
Αυτή είναι η ξακουστή Ερώτηση της Μαργαρίτας³.
Το
βάρος και την αξία της, που την έκαμαν οδηγητική για τη μέθοδο έρευνας
του προβλήματος του θεού από τη σκοπιά της επιστήμης, η ερώτηση τα
οφείλει στην απόκριση κυρίως που έδωκε ο Φάουστ.
Με άλλα λόγια είναι, όχι η Ερώτηση της Μαργαρίτας, αλλά η απόκριση του Φάουστ που γεννά το βαθύπλουτο του προβλήματος.
Παρόμοια,
όπως είναι, όχι ο έρωτας του Δία για τη Λήδα στον Ευρώτα που γέννησε
την αθάνατη Ιλιάδα, αλλά η Ελένη. Η απάντηση, δηλαδή, που έδωκε η Λήδα
στον έρωτα του Δία.
Ποιός τολμάει να ειπεί πιστεύω στο θεό;
Ποιός τολμάει να ειπεί δεν πιστεύω στο θεό;⁴
Έτσι αποκρίθηκε ο Φάουστ στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
Η
θέση αυτή ανθρώπινα συνιστά τη μόνη δυνατή απόκριση που μπορεί αν δοθεί
στο ερώτημα. Είναι η απόκριση, σύμφωνα με τη Λογική επιστήμη, που
καταργώντας την αρχή της αντίφασης δέχεται το τρίτο, καθώς αλληλοαναιρεί
το πρώτο και το δεύτερο. Όπως έδειξε και στη Φυσική εντελώς πρόσφατα η
αρχή της Απροσδιοριστίας. Στο tertium non datur ο Φάουστ θα απαντήσει:
tertium datur, τρίτον χωρεί. Κάπου ανάμεσα σε Τρίτη και Τετάρτη πρέπει
να παράπεσε η αληθινή σου μέρα, που είπε ο Ελύτης προτού γεράσει. Και τα
χάσει.
Εάν
είμαι άνθρωπος, κατά την έννοια οτι έχω συνείδηση των ορίων μου και
επίγνωση του πόσο βαθύ είναι το πρόβλημα του όντος, δεν είναι δυνατόν να
δώσω άλλη απόκριση στην ερώτηση της Μαργαρίτας.
Όταν
στην ερώτηση αποκριθώ, ναι! πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί μωρός.
Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω, σαν
αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα έξω
απο τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.
Όταν
στην ερώτηση αποκριθώ, όχι! δεν πιστεύω στο θεό, γίνομαι αυτοστιγμεί
μωρός. Γιατί δέχομαι στενόκαρδα και στενόμυαλα, κάτι που δεν το ξέρω,
σαν αληθινό. Καταντώ δογματικός. Και η επιστήμη θα με πετάξει αυτόματα
έξω απο τα όριά της με την παρατήρηση: διότι λες ανοησίες.
Τι απομένει να αποκριθώ; Αυτό ακριβώς είναι το λεπτό σημείο, που γεννά την ανεξάντλητη γονιμότητα του προβλήματος.
Το
πνεύμα και το νεύμα του Γκαίτε είναι το εξής. Ο,τι σου μένει και ο,τι
σου δίνεται είναι εκείνο το σημείο, το άπειρα ελάχιστο ανάμεσα στο όχι
και στο ναι, να το ευρύνεις, να το πλατύνεις, να το βαθύνεις, να το
εκτείνεις. Να το μεταχειριστείς μ’ έναν τέτοιο τρόπο απόπειρας, και
δοκιμασίας, και βασανισμού, και αγωνίας, ώστε από το απειροελάχιστο
σημείο να δημιουργήσεις διάσταση, και έκταση, και διάρκεια, χώρο και
χρόνο.
Να πλάσεις, δηλαδη, από το ανάμεσα στο ναι και στο όχι, ζωή, αλήθεια και ύπαρξη.
Είναι
χρεία το σημείο το ελάχιστο της αδυνατότητας και της ουτοπίας ανάμεσα
στο ναι και στο όχι να το κοιτάξουμε έτσι, ώστε να απορροφήσει σε όλη τη
ζωή τη ζωή μας. Τη βιοτική μας μέριμνα, δηλαδή, την πνευματική ορμή,
την υπαρκτική ετοιμότητα, την ηθική πράξη.
Σ’ ένα επίπεδο σημάνσεων μυθικών, το πνεύμα και το νεύμα το Γκαίτε θα το μεταγλώττιζα ως εξής:
Είσαι
μέσα στις Συμπληγάδες πέτρες της αναζήτησής σου, που ανοιγοκλείνουν
ακατάπαυστα. Κάμε να μη σε συντρίψουν. Μαζί με τους Αργοναύτες.
Ανεβάζεις
το βράχο της απορίας σου από τη βάση του όρους στην κορυφή και
γκρεμίζεται ακατάπαυστα. Κάμε να μην παραιτηθείς. Μαζί με το Σίσυφο.
Δεμένος
πιστάγκωνα σκυβεις στη λίμνη να πιείς και κάτωθέ σου το νερό υποχωρεί
ακατάπαυστα. Κάμε να μην πεθάνεις από τη δίψα σου. Μαζί με τον Τάνταλο.
Και
σ’ ένα πλαίσιο καταλογισμού ευθυνών αναφορικά με την ατομική μας
προαίρεση, στην ερώτηση της Μαργαρίτας η απόκριση του Φάουστ θα είχε να
μας πει:
Όποιος πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό θεό. Όποιος δεν πιστεύει στο θεό, έχει μέσα του ένα νεκρό άνθρωπο.
Όποιος
πιστεύει αλλά και δεν πιστεύει στο θεό έχει μέσα του ζωντανό το νόμο
της φύσης. Απλά, καταληπτά, και στα μέτρα του ανθρώπου ζει το θαύμα του
κόσμου.
Το
κρίνω απλό και αυτονόητο, πως εκείνος ο θεός, στην αναζήτηση του οποίου
μας προάγει η ερώτηση της Μαργαρίτας, δεν έχει καμια σχέση με τους θεούς
φαντάσματα, που κατά καιρούς έπλασαν οι ποικίλες ιστορικές θρησκείες.
Οι πολυώνυμοι, δηλαδή, όπως ο Δίας στους έλληνες και ο διάβολος στους
ινδούς, εκείνοι οι Μωυσής, και Μωάμεθ, και Βούδας και Κομφούκιος, και
Μαρδούκ και Κυβέλη και Μίθρας, και Βάαλ και Αστάρτη και Λούθηρος. Οι
βραχμάνες, οι ραββίνοι, οι μουφτήδες, οι μουλάδες, ο πατριάρχης κι ο
παπάς. Ο Πετράκης κι ο Παυλάρας, μ’ ένα λόγο. Εκείνοι οι γυρολόγοι με τη
λατέρνα.
Το
άρωμα του ζητούμενου θεού, που αναδίνεται από το λουλούδι της
Μαργαρίτας, απευθύνεται στο δίκαιο άνθρωπο. Στο φρόνιμο, δηλαδή, το
λογικό και τον πάσχοντα.
Εάν
η υπαρκτική μας εφόπλιση, η λογική δηλαδή το βίωμα η φαντασία η
διαίσθηση το συναίσθημα και τα πάθη μας, δεν υπερβαίνει τη χωρητικότητα
των φυσικών μας ορίων· εαν γνωρίζει και καταφέρνει να μας συγκρατεί στα
μέτρα της φυσικής μας κατασκευής· εάν δε διαχέεται στο χάος της
υπερβολής, σ’ εκείνη την τύφλα που οι έλληνες τραγικοί την είπαν Υβρι,
τότε δεν υπάρχει άλλος δρόμος, παρά να παραδεχτεί την απόκριση που έδωκε
ο Φάουστ στη Μαργαρίτα:
Ζήτα
το άγνωστο. Χτύπα να σου ανοίξει να περάσεις ο τοίχος που δεν έχει
πόρτα. Κάμε να μεταλλάξεις την απορία σου σε δημιουργία, και το
ανθρώπινό σου σε λύτρωση.
«Έρωτας είναι η τέχνη του να φεύγεις»
Δέκα
μυριάδες ορισμούς μπορείς να δώσεις στον έρωτα. Και οι ποιητές όλοι,
από τον Όμηρο ως τον Καβάφη, δουλεύοντας ετούτο το μεταλλείο της
άνοιξης, μας δείχνουν κάθε φορά κι απο μια του όψη. Ο καθένας με τον
τρόπο του.
Όμως
ο έρωτας επιμένει να είναι αόριστος. Και αλλίμονό μας, εάν γεννιόταν ο
υπερποιητής που θα πετύχαινε να τον ορίσει. Τι θα γινότανε! Την άλλη
μέρα όλοι οι άνθρωποι, ουρές και κοπάδια και φάλαγγες κατά μιλλεουνια,
θα σπούδαζαν να επισκεφθούν τον τόπο, όπου χτίστηκε το πιο σπουδαίο
μνημείο επι γής: ο Έρωτος Τάφος. Να προσκυνήσουν το περίπτεχνο επιτύμβιο και να αποθέσουν μπροστά του ένα λευκό τριαντάφυλλο.
Όχι. Να μας λείπει ένας τέτοιος ποιητής. Ενας δευτερος αττίλας Φειδίας.
Γιατί
ο Φειδίας που έχτισε τον Παρθενώνα, την ίδια στιγμή, και χωρίς να το
υποψιάζεται, είχε χτίσει και τον τάφο της σοφίας του ανθρώπου˙ της
Αθηνάς σοφίας. Ο Παρθενώνας είναι το ταφικό μνημείο της κλασσικής
Ελλάδας. Την άλλη μέρα άρχισε ο πελοποννησιακός πόλεμος. Άρχισε το τέλος
της κλασσικής Ελλάδας. Και την παράλλη έρχουνταν οι ελληνιστικοί χρόνοι
της κάμψης. Και η κλασσική Ελλάδα είναι όλων των εποχών του ανθρώπου η
πιο αληθινή εποχή.
Ωστόσο,
εδόθηκε απο τους ποιητές ο ορισμός του έρωτα. Ο πλήρης και ο ακριβής.
Εκείνη την έννοια του ορισμού, δηλαδή, που τόσο βασανίστηκε ο Σωκράτης
να την ανακαλύψει. Και που σαν την ανακάλυψε, είχε ταυτόχρονα ανακαλυψει
και την επιστήμη. Την επιστήμη. Που σαν άλλος Φαέθοντας ανέβασε τον
άνθρωπο στον ουρανό. Κι από κει κρατώντας στα δυο χέρια του τα γκέμια
του φωτός και της φωτιάς μέλλει να τον καταγκρεμίσει στα Τάρταρα.
Ο
ορισμός, λοιπόν, που εδόθηκε στον έρωτα, και που όλοι οι ποιητές τον
διατύπωσαν με τα δικά του λόγια ο καθένας, είναι ο ακόλουθος: έρωτας είναι η τέχνη του να φευγεις.
Να
φεύγεις, αλλά πώς να φεύγεις! Το πράγμα θέλει μεγάλη προσοχή. Γιατί ο
ορισμός αυτός είναι τορπίλλι που το παιζει στα χέρια του μικρό παιδί. Το
πάιζει στα χέρια του και δεν ξέρει τι είναι... Ο Γιωργής τ’ Αποδέλοιπο,
που λέει κι ο Μυριβήλης.
Έρωτας
είναι η τέχνη του να φεύγεις έτσι, που η σφαγή που θα νιώθεις να είναι
πολύ πιο σφαγερή από τη σφαγή που νιώθει ο συντροφος που αφήνεις. Αν
εκείνος πονάει τρείς, εσύ να πονέσεις εννιά. Εδώ σε θέλω κάβουρα, που
λένε, να περπατείς στα κάρβουνα. Χόρεψες ποτέ σου το χορό του
αναστενάρη, χωρίς να είσαι αναστενάρης;
Όλα για το θηλυκό Ο
έρωτας είναι γνώση. Ο έρωτας είναι ευγένεια και αρχοντιά. Είναι το
μειδίαμα της σπατάλης ενός φρόνιμου Άσωτου. Πως η φύση ορίζει το
αρσενικό να γίνεται ατέλειωτη προσφορά και θεία στέρηση για το θηλυκό.
Και το θηλυκό να κυνηγάει τις τύψεις του. Στον έρωτα όλα γίνονται για το
θηλυκό. Η μάχη και η σφαγή του έρωτα έχει το νόημα να πεθάνεις το
θηλυκό, και να το αναστήσεις μέσα στα λαμπρά ερείπια των ημερών σου.
Πάντα σου μελαγχολικός και ακατάδεχτος… Στη σωστή ερωτική ομιλία το
θηλυκό δίνει το ύφος της σάρκας και το αρσενικό τη σύνεση της δύναμης.
Μιλώ για τα καράτια κοντά στα εικοσιτέσσερα. Για στήσιμο πολύ μεταξωτό.
Και το μετάξι μόνο ζωικό παρακαλώ. Κουκουλάρικο. Και η κλωστή
μπιρσιμένια. Το πρώτο λοιπόν είναι πως όταν το θηλυκό είναι θηλυκό,
την ευθύνη για να γίνει και να μείνει ως το τέλος σωστή η ερωτική σμίξη
την έχει ο άντρας. Πάντα όταν φεύγει η γυναίκα, θα φταίει ο άντρας. Να
το γράψετε να μείνει στον αστικό κώδικα.
Έρωτας και θάνατος
Κάθε
φορά που ερωτεύονται δύο άνθρωποι, γεννιέται το σύμπαν. Η, για να
μικρύνω το βεληνεκές, κάθε φορά που ερωτεύουνται δύο άνθρωποι γεννιέται
ένας αστέρας με όλους τους πρωτοπλανήτες του. Και κάθε φορά που
πεθαίνει ένας άνθρωπος, πεθαίνει το σύμπαν. Η, για να μικρύνω το
βεληνεκές, κάθε φορά που πεθαίνει ένας άνθρωπος στη γη, στον ουρανό
εκρήγνυται ένας αστέρας supernova. Έτσι , από την άποψη της ουσίας ο
έρωτας και ο θάνατος δεν είναι απλώς στοιχεία υποβάθρου. Δεν είναι δύο
απλές καταθέσεις της ενόργανης ζωής. Πιο πλατιά, και πιο μακρυά, και
πιο βαθιά, ο έρωτας και ο θάνατος είναι δύο πανεπίσκοποι νόμοι ανάμεσα
στους οποίους ξεδιπλώνεται η διαλεκτική του σύμπαντος. Το δραστικό
προτσές δηλαδή ολόκληρης της ανόργανης και της ενόργανης ύλης. Είναι το Α
και το ω του σύμπαντος κόσμου και του σύμπαντος θεού. Είναι το είναι
και το μηδέν του όντος. Τα δύο μισά και αδελφά συστατικά του. Έξω από
τον έρωτα και το θάνατο πρωταρχικό δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Αλλά ούτε
είναι και νοητό να υπάρχει. Τα ενενήντα δύο στοιχεία της ύλης εγίνανε,
για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Και οι τέσσερες θεμελιώδεις
δυνάμεις της φύσης, ηλεκτρομαγνητική, ασθενής, ισχυρή, βαρυτική,
λειτουργούν για να υπηρετήσουν τον έρωτα και το θάνατο. Όλα τα όντα,
τα φαινόμενα, και οι δράσεις του κόσμου είναι εκφράσεις, σαρκώσεις,
μερικότητες, συντελεσμοί, εντελέχειες του έρωτα και του θανάτου. Γι αυτό ο έρωτας και ο θάνατος είναι αδελφοί κα ομοιότητες, είναι συμπληρώματα, και οι δύο όψεις του ιδίου προσώπου.
---------------------------------------------------
Από τη συναπαντή του Φάουστ και της Μαργαρίτας ο Γκαίτε θα χτίσει έναν μεγάλο έρωτα στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης.
Έναν
έρωτα που θα τον εξορύξει από τα κρύσταλλα της μεγάλης έμπνευσης. Τα
υλικά του θα τα λάβει από τη στέρνα του Ομήρου με την Ανδρομάχη, του
Δάντη με τη Βεατρίκη, του Πλάτωνα με τη Διοτίμα, του Σαίκσπηρ με την
Ιουλιέττα, του Ευριπίδη με την Μήδεια και την Άλκηστη.
Και
όχι αλλιώτικα, παρά καθώς όλοι εκείνοι οι μεγάλοι ερωτολόγοι, την ουσία
του έρωτα θα την αποκαλύψει στην καταστροφή και την οδύνη.
Ο
Γκαίτε θα μας ξαναδώσει με τη σειρά του το απόσταγμα της παλαιής
σοφίας: οτι ο έρωτας που δε φέρνει μέσα του σπόρο τη συφορά και το
θάνατο είναι θέμα της κωμωδίας.
Καθώς
θα τελειώσει η τρυφερή ιστορία, η μικρή Μαργαρίτα θα βρεθεί χρεωμένη με
πολλαπλό άγος. Θα σκοτώσει το εξώγαμο μωρό της. Θα φαρμακώσει τη μητέρα
της. Θα σταθεί αφορμή να σφαχτεί ο στρατιώτης αδερφός της. Θα δικάσει
τον εαυτό της να της κοπεί το κεφάλι από τον ουδέτερο δήμιο.
Και
όλα αυτά τα φοβερά θα τα κάνει η Μαργαρίτα. Η παιδίσκη η ακηλίδωτη. Που
πριν απαντήσει τον έρωτα, έζησε καθαρή όσο μια σταγόνα δροσιάς στο
κύπελλο της αυγής.
Ο
έρωτας λοιπόν. Αυτό το θεϊκό ζώο, το αυτόχθονο και το γηγενές, μας
φέρνει στο κέντρο του προβλήματος. Ο έρωτας της Μαργαρίτας για το Φάουστ
γεννά την ερώτηση της Μαργαρίτας για το θεό. Αναγκαιότητα, συγκυρία ή
επιλογή του ποιητή;
Κανείς δεν θα δει…
Ο Σοφοκλής με τον Οιδίποδα στον Κολωνό τραγούδησε το πήδημα του Εμπεδοκλή στην Αίτνα, ύστερα από είκοσι πέντε χρόνους. Το
σημείο που τους φέρνει σιμά είναι η σύμφωνη γνώμη τους για την στιγμή
του θανάτου. Την ώρα που θα ζήσει ο άνθρωπος την απόλυτα προσωπική βίωση
του θανάτου του, μας λένε, θα είναι απόλυτα μόνος, και θα αφανίσει το
σώμα του σε άφαντο τόπο. Το σώμα του νεκρού δε θα το δει ανθρώπου
μάτι* (Ο γνήσια στοχαζόμενος αποστρέφεται όχι μόνο την τελετή της ταφής
του, αλλά και την ιδέα του νεκρού του σώματος. Αφ΄ης θα νοήσει, τον
συνοδεύει η έγνοια του πως θα γίνει ο τρόπος, όταν πεθάνει να
εξαφανιστεί το γρηγορότερο το άψυχο κουφάρι του. Διότι είναι ο
προάγγελος της επερχόμενης σήψης και της ανυπόφερτης δυσωδίας, που
ετοιμάζει τη μεγάλη γιορτή στους σκουλήκους). Γιατί ο θάνατος δεν είναι
τσερεμόνια, και χυδαία περιέργεια, και ανακουφιστική χαιρεκακία. Ο
θάνατος είναι κεραυνός που σκάζει από τον ουρανό στη γη, και την
καταπληρεί με έκταση και τρόμο.
Ο θάνατος του Οιδίποδα
O
Σοφοκλής την απόλυτη μοναδικότητα της ύπαρξης στην ώρα του θανάτου την
εζωγράφισε με το θάνατο του Οιδίποδα στο σκοτεινό φαράγγι του φωτερού
Κολωνού. Το πιο ωραίο χορικό της αττικής τραγωδίας που σώθηκε περιγράφει το τοπίο της ώρας του θανάτου για τον κάθε άνθρωπο. Είναι
ο τόπος με τους κήπους και τ΄ αηδόνια στη κοιλάδα του Κολωνού, που
κατεβαίνει στη θάλασσα ψηλά από την Κηφισιά. Με τις χλωρασιές, τους
καρπούς, τα νερά και τα θροΐσματα. Μέσα στις τροφούς και τις βυζάστρες
του θεού έρωτα Διόνυσου. Μέσα σε λαμπερά και ξεκάπουλα άλογα, που σαν τα
κύματα τρέχουν λίμπερδα στους αγρούς. Μέσα σε κισσούς, τους νάρκισσους,
τους χρυσαυγείς κρόκους και τη χρυσοχάλκινη Αφροδίτη. Όλα τελούνται
εδώ, στη συμβασιλεία του ελληνικού φωτός. Στην παντοτινή και άπεφθη γαλήνη της διαύγειας:
Ευίππου, ξένε, τάσδε χώρας ίκου τα κράτιστα γης έπαυλα τον αργήτα Κολωνόν, ενθ΄α λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μαλιστ΄ αηδών χλωραίς υπό βάσσαις.
Αυτός είναι ο τόπος, όπου ο Σοφοκλής καλεί τον άνθρωπο, ξένο του και μαθητή στο μέγιστο μάθημα, για να’ ρθει να πεθάνει. Να
πεθάνει. Να αναγνωρίσει, δηλαδή, να παραδεχτεί και να χαιρετήσει τον
περίγυρο της ώρας του θανάτου του. Μέσα στα επίλοιπα αληθινά, το πιο
αληθινό τοπίο του βίου μας. Εκεί. Κάπου στη μενεξεδένια και ξανθιά
χώρα της κοιλάδας του Κηφισού. Δίπλα στα ιερά θεμέλια της δικαιοσύνης,
στο βωμό των Ερινύων και των Ευμενίδων, ο Οιδίποδας θα πεθάνει μόνος.
Κανείς δε θα μάθει το πως και το τι ετούτης της ακραίας του ώρας. Σύμφωνα
με τη σύλληψη και το σχεδιασμό του Σοφοκλή η αόρατη πράξη θανάτου και
το αόρατο ταξίδι θανάτου του Οιδίποδα είναι η στιγμή της Ανάληψής του
στην ίδια την ζωή. Η ανάληψη του Οιδίποδα δεν γίνεται ούτε στον
ουρανό της έντρομης και της βλακώδους φαντασίας του ανθρώπου, ούτε στον
άδη του ωμού και σκουληκοφόρου εξευτελισμού του. Ο θάνατος του
Οιδίποδα είναι η ώρα της Ανάληψης του ανθρώπου, που έσωσε να γίνει
άνθρωπος μέσα στο χρόνο και μέσα στο φως. Είναι η κατάθεση μνήμης του
βασανισμένου, που έζησε και έδειξε, και έμαθε και έπαθε, και πέρασε. Η
ανάληψη του Οιδίποδα δηλώνει τη χαρούμενη αγγελία της δικαίωσης του
δικαίου. Είναι το ουλτιμάτο σήμα, που στερεώνει ασφαλές το μέλλον της
ανθρωπότητας απάνου στην πέτρα της δοκιμασίας του ανθρώπου, που γίνεται
στο τέλος νικητήρια, γιατί στη διαδρομή εστάθηκε ηρωική. Η ανάληψη
του Οιδίποδα είναι το απολυτήριο μάθημα για την αλήθεια και το νόημα της
ζωής μας, μαζί με τα πριν και μαζί με τα μετά της. Είναι ένα νεύμα
κατανόησης, και μια χειρονομία αποδοχής του αλάλητου πόνου και του
αλάλητου λυτρωμού. Προσοχή όμως! όλα γίνονται και τελούνται εδώ.
Καμία μεταφυσική, κανένα επέκεινα και εκείθεν και υπερβατικό και
υπερουράνιο. Όχι ανοησίες. Όχι δειλία, πανουργία και αθλιότητα τη φριχτή
στιγμή του θανάτου σου.. Με την τραγωδία του Κολωνού η διαθήκη που άφησε ο Σοφοκλής στους ανθρώπους έχει μία μόνο πρόταση: Μάθε έτσι να ζεις και συ, και είπε έτσι να ζουν και οι μετά από σένα:γήινα μέτρια και εξαγνισμένα. Γήινα,
μέτρια και προπαντός εξαγνισμένα για τα λάθη που έκαμες όταν ζούσες.
Γιατί άνθρωπος στη βάση του σημαίνει λάθος και στην κορυφή του
εξαγνισμός. Οι Καθαρμοί ήταν ο ένας από τους δύο τίτλους των βιβλίων που
έγραψε ο Εμπεδοκλής. Ο θάνατος στον Κολωνό, ο ανείδωτος και ο
αφανής, είναι η ανάληψη της δικαιωμένης μνήμης στον τόπο και στο χρόνο
της αιώνιας δοκιμασίας του κάθε ερχόμενου ανθρώπου.
Ο άταφος νεκρός
Εκείνη
η παράδοξη αντίληψη που είχαν οι έλληνες, πως ο νεκρός πρέπει να
καίγεται ή να ταφιάζεται χωρίς χρονοτριβή, λαβαίνει νόημα μόνον όταν
αντικρισθεί σαν αλληγορία. Η εξήγηση που έδιναν φαινομενικά, με την
έννοια της ποιητικής αδείας δηλαδή, ήταν πως η ψυχή του άθαφτου
βασανίζεται, γιατί βρίσκεται έξω από τον οικείο της τόπο. Πράγμα
κατανοητό. Γιατί ή είσαι ζωντανός και περπατάς στο φως του ήλιου, ή
είσαι θαμμένος και ακινητείς στο σκοτάδι του τάφου. Ο άθαφτος νεκρός
όμως , όντας ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, κρέμεται σε σημείο
μεταίχμιο. Βρίσκεται στη διαχωριστική γραμμή του δυνατού αδύνατου. Σ΄
ένα τόπο άτοπο, σ΄ ένα αξεπέραστο πέρασμα στο επίπονο πουθενά. Επομένως,
για να ξεφύγει την αγωνία του άτοπου και της ουτοπίας, είναι χρεία να
θαφτεί το γρηγορότερο. Ο νεκρός που μένει άθαφτος στο φως είναι το
ανάποδο του ζωντανού που τον έχουν θαμμένο στο φέρετρο…. Η ιδέα μου
είναι πως εκείνο που ήθελαν να σημάνουν οι έλληνες με την πίστη τους στο
περιεχόμενο τούτο της ταφής του άταφου είναι η έγνοια τους για τους
ζωντανούς, και όχι για τους πεθαμένους. Οι έλληνες δεν ήταν αφελείς.
Ούτε πρωτόγονοι και σπηλαιολόγοι. Οι έλληνες ήταν άφταστοι καλλιτέχνες
γιατί ήσαν φτασμένοι ρεαλιστές. Δεν είναι ο άταφος νεκρός, δηλαδή που
τους πονεί και τους σφάζει. Αλλά ο ετοιμοθάνατος. Ο ανήμπορος ζωντανός
που μπαίνει στην τελική ευθεία του θανάτου του.
Αυτοθέλητα
Θα
πεθάνω, Θάνατε, όχι όταν θελήσεις εσύ, αλλά όταν εγώ θα θελήσω. Σε
τούτη την έσχατη ολική πράξη , δεν θα γίνει το δικό σου, αλλά το δικό
μου. Παλεύω τη θέλησή σου. Παλεύω τη δύναμή σου. Σε καταπαλεύω
ολόκληρον. Μπαίνω μέσα στη γη, όταν εγώ αποφασίσω, όχι όταν αποφασίσεις
εσύ. Και σένα σε αφήνω ρέστο και ταπί. Με βλέπεις κατεβασμένο στον Άδη
αφεαυτού μου και αυτοθέλητα. Και ανατριχιάζεις εσύ και το βασίλειό σου. Ο
τάφος, η ταφόπλακα, το σκοτάδι, το ποτέ πια και όλα σου τα υπάρχοντα
μπροστά στην πράξη μου και στην επιλογή μου μένουν εμβρόντητα και
χάσκουν.
Πάντα και ποτέ
Μια είναι η αιτία που
κάνει το θάνατο την πικρότερη πίκρα μας .Είναι η γνώση πως το ασώματο
ταξίδι μας δεν έχει πηγαιμό. Αλλά ούτε και γυρισμό. Με το θάνατο για
στερνή φορά και πρώτη ο άνθρωπος περνά στην πατρίδα του πάντα και του
πότε. Το τι θα σε καλωσορίσει εκεί που θα πας είναι ιδέα μηδενική,
μπροστά στην άπειρη ιδέα του τι αποχαιρετάς εδώ που φεύγεις. Στο
αναποδογύρισμα αυτού του διαλεκτικού σχήματος οι θρησκείες στηρίξανε την
πανουργία της κυριαρχίας τους.
Το αιώνιο κυνηγητό!
Το
για πάντα! Και το ποτέ πια! Είναι δυο φράσεις που το εκτόπισμά τους
έχει τιμή απόλυτη και προορίστηκαν να τις μεταχειρίζεται ο άνθρωπος μόνο
για το οριστικό γεγονός του θανάτου. Αυτόν τον πανικό φόβο μπροστά
στο θάνατο είναι που δεν άντεξε ο άνθρωπος. Δε βρήκε τη βούληση να τον
νικήσει. Να τον παραδεχτεί, να τον αναγνωρίσει. Να υποταχθεί ευγενικά
και περήφανα στο αδυσώπητο φυσικό κα στο αδυσώπητο δίκιο του. Ελύγισε. Και
ελύγισε επάνω ακριβώς στο σημείο της τροπής. Έτσι το τρόπαιο το επήρε ο
θάνατος. Έβαλε πια τον άνθρωπο μπροστά και τον κυνηγά προτροπάδην. Και
τούτος ο βερέμης τρέχει να του ξεφύγει. Αλλόφρονας, τυφλός,
ανεμοπόδαρος. Σπεύδει, με τα φυσικά του σημάδια χαμένα, να κρυφτεί στα
καταφύγια. Και τα καταφύγια του είναι τα σπήλαια και οι κατάγειες
οικήσεις. Είναι οι οπές και τα πέτρινα ρήγματα, οι βαραθρωμοί και οι
καταβυθίσεις στα υπόγεια του συναισθήματος και της εμπύρετης φαντασίας
του. Όλοι ετούτοι είναι τόποι κρυμμένοι στο ζόφο της ύπαρξης,
χιλιάδες λεύγες βαθιά και μακριά από τη φωτερή τροπόσφαιρα της λογικής
μας. Για να μην ακούμε τον κεραυνό του Άβελ. Εκείνο το εκκωφαντικό ποτέ
πια!
Μύθοι και απάτες
Οι μύθοι για τη
μεταθανάτια ζωή είναι το ύπατο ψέμα του ανθρώπου από την άποψη του
απόλυτου και του καθολικού.....Εκείνος από τους ιδρυτές θρησκειών που θα
άντεχε να στηρίξει τη θεϊκή ιδέα του σε οποιοδήποτε άλλο έξω από αυτό
το αρχιμήδειο σημείο, το μοναδικό οπαδό που θα αποχτούσε θα τον έβρισκε
στον εαυτό του… Ο φόβος και ο πόνος μπροστά στο θάνατο είναι η αιτία
που έπλασε ο άνθρωπος τον κάτω κόσμο και τον Αδη. Και πάντα μέσα στη
σφαίρα της ποίησης. Στη σφαίρα της θρησκείας όμως η αιτία αυτής της
επινόησης, πέρα από το φόβο και τον πόνο, εκπορεύτηκε κυρίαρχα από το
χυδαίο στοιχείο της ανθρώπινης φύσης. Και τέτοιο ονομάζω την ημιμάθεια,
τον εγωισμό, και την ανανδρία… Αν έξαφνα συναντήσεις στο δρόμο σου
άνθρωπο, κι είναι ανάγκη να καρατάρεις το μέταλλο της ανθρωπιάς του,
έχεις ασφαλή μέθοδο να το κάμεις. Είναι η λύδια λίθος που δοκιμάζει το
ποιό του μυαλού και της «ύπαρξης» των ανθρώπων. - Πες μου ξένε, θα τον ρωτήσεις, πιστεύεις στη ζωή μετά θάνατο; Αν
σου αποκριθεί «Ναι πιστεύω!», τότε το πιο φρόνιμο που έχεις να κάμεις
είναι να του δώσεις ένα τάλληρο να του πεις «Καλημέρα», και να φύγεις.
Να πάρεις εκείνο το δρόμο που δε θα ξαναβγεί ποτέ μπροστά σου. Γιατί η απάντηση που σου έδωσε δηλώνει ότι αναζητούσες άνθρωπο και σύντυχες πίθηκο. Πίθηκο κολομπίνο και μακάκο…
Στο μεγάλο τίποτα
Το
γεγονός του θανάτου είναι για τον καθένα από μας το ατομικό όριο του
απόλυτου. Είναι ο βαθμό μείον 273 όχι στην κλίμακα της θερμότητας, αλλά
στην κλίμακα του ανθρωπολογικού Μηδέν. Από τη στιγμή που θα πεθάνω
περιέρχομαι αστραπιαία στην ίδια κατάσταση, που βρίσκεται εκείνος που
δεν εγεννήθηκε ποτές.
Νέκυια
Νέκυια σημαίνει να ζήσεις ζωντανός σε όλη τη ζωή σου τη γνώση και τη λύπη του θανάτου σου εδώ στον απάνω κόσμο. Νέκυια
σημαίνει να στοχαστείς και να ζήσεις τη ζωή σου όχι μισή αλλά ολόκληρη.
Με την απλή, δηλαδή και τη βέβαιη γνώση ότι ενώ υπάρχεις ταυτόχρονα δεν
υπάρχεις. Ότι ενώ ζεις αυτό που είσαι, δηλαδή ζωντανός του σήμερα,
ταυτόχρονα ζείς κι αυτό που δεν είσαι δηλαδή το νεκρός του αύριο. Η ζωή
σου στην ουσία της είναι η δυνατότητα και η δικαιοδοσία της φαντασίας
σου. Όχι άλλο.
Αλήθεια: η τελευταία λέξη
Γιατί η διαφορά η τρομερή εστάθηκε ότι οι ποιητές, που μοιάζαν την αλήθεια, είπανε ψέματα. Εγώ όμως, που μοιάζει με τα ψέματα, έζησα την αλήθεια.
|
Δημοσίευση σχολίου